Tuesday 27 November 2007

Ιεροπραξία στους Στύλους του Ολυμπίου Διός

«Ω Ζευ πάτερ Ζευ, σον μεν ουρανού κράτος,
συ δ' έργ' επ' ανθρώπων οράς,
λεωργά και θεμιστά,
συ δε θηρίων, ύβρις τε και δίκη μέλει.»

Με αυτά τα λόγια ο λυρικός ποιητής Αρχίλοχος άρχιζε τον ύμνο του προς το θεό Ζήνα πριν 2.600 ετη. Την Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2007 στους στύλους του Ολυμπίου Διός, ο ύπατος των θεών υμνήθηκε ξανά μετά από 1.600 έτη. Τιμήθηκε και δοξάστηκε, λατρεύτηκε και πάλι από όσους δεν ξεχνούνε και αισθάνονται Έλληνες. Πέρυσι είμασταν λίγοι, φέτος περισσότεροι, του χρόνου ακόμα πιο πολλοί. Οι θεοί μας ζούνε ξανά. Τιμή και μνήμη.

Δυστυχώς δεν μπόρεσα να παραβρεθώ οπότε οι φωτογραφίες που παραθέτω είναι από το δικτυακό τόπο του τοξόλυρου. Ελπίζω του χρόνου να μπορέσω να είμαι κι εγώ εκεί.

Sunday 30 September 2007

Περι της Πλατωνικης Ακαδημιας

Σημείωση: οι όροι «Ακαδημία», «Φιλοσοφική Ακαδημία», «Νεοπλατωνική Σχολή», «Νεοπλατωνική Ακαδημία» και «Φιλοσοφική Σχολή» χρησιμοποιούνται για να δείξουνε το ίδιο πράγμα. Όπως επίσης και οι όροι «Έλληνας», «παγανιστής» και «εθνικός» οι οποίοι πολλές φορές αποτελούνε μετάφραση του όρου pagan από τα πρωτότυπα.

Έκλεισε η Ακαδημία το 529;

Η διαρρήδην μαρτυρία του Μαλάλα περί της απαγορεύσεως της φιλοσοφίας στην Αθήνα [1] και η άμεση αναφορά του Αγαθία [2] θα έπρεπε να ήτανε αρκετές για να συνειδητοποιήσουμε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η ελληνική σκέψη και οι Έλληνες από την εξάπλωση και επιβολή του χριστιανισμού. Δυστυχώς αρκετοί αμφισβητούνε αυτές τις μαρτυρίες και προσπαθούνε να αποδείξουνε το αντίθετο, λέγοντας ότι α) η φιλοσοφία εκείνη την εποχή είχε παρακμάσει και ότι το κλείσιμο της σχολής ήτανε αποτέλεσμα αυτής της παρακμής και ότι β) η φιλοσοφία διδάσκονταν ακόμα στην Αλεξάνδρεια (και άρα δε θα μπορούσε να έχει απαγορευτεί από τον Ιουστινιανό). Στο κείμενο παρακάτω εξετάζονται και οι δύο αυτές απόψεις.

Τα επιχειρήματα που αντλούνε οι περισσότεροι για να αποδείξουνε ότι η Ακαδημία δεν είχε κλείσει προέρχονται κυρίως από τον Alan Cameron και το έργο του «The Last Days of the Academy at Athens» [3] αλλά και από δύο σκόρπιες αναφορές σε κάποιες προσωπικότητες εκείνης της εποχής, τον Τυχικό Βυζάντιο και τον Θεόδωρο (μετέπειται αρχιεπίσκοπο Canterbury) που υποτίθεται ότι σπούδασαν στην Αθήνα.

Ο Cameron υποστηρίζει ότι έκλεισε η Ακαδημία για κάποια έτη και μετά ξαναάνοιξε. Τα επιχειρήματα του Cameron βασίζονται σε δύο κυρίως ενδείξεις:

α) Ότι ενώ, σύμφωνα με τον Μαλάλα, ο Ιουστινιανός απαγόρευσε τη νομική στην Αθήνα υπήρχανε και αλλού νομικές σχολές. Άρα, αν κάνει λάθος ο Μαλάλας σχετικώς με τις νομικές σχολές τότε κάνει λάθος και σχετικώς με τη φιλοσοφία.

β) ότι τα διαδοχικά υπήρχανε ακόμα για οποιαδήποτε περίοδο από το 529 μέχρι και περίπου το 560, και άρα, αφού υπήρχανε τα διαδοχικά έπρεπε να υπάρχει και Ακαδημία.

Το α) έχει πλέον καταρριφθεί. Έχουνε περάσει σχεδόν σαράντα έτη από τότε που ο Cameron δημοσίευσε το έργο του και νέες ανακαλύψεις έχουνε έλθει στο φως των ερευνών. Η πιο πρόσφατη έρευνα είναι αυτή του Edward Watts στο πρόσφατο (2004) έργο του «Justinian, Malalas and the End of the Athenian Philosophical Teaching in A.D. 529» [4], όπου έχει αποδείξει ότι το χωρίο του Μαλάλα δεν έλεγε «νόμιμα» αλλά «αστρονομίαν». Το σφάλμα οφείλεται στην έκδοση του Dindorf [5] που περιέχει τη λέξη «νόμιμα» και η οποία (η έκδοση του Dindorf) δεν είναι κριτική αφού βασίζεται σε χειρόγραφο του 17ου αιώνος το οποίο είναι διαφορετικό από άλλα σύγχρονά του. Ο Watts δείχνει ότι η λέξη «αστρονομία» ταιριάζει πιο πολύ αναλύοντας τις συνθήκες και άλλα χειρόγραφα του 6ου αιώνος.

Μία δεύτερη ένδειξη που συνηγορεί υπέρ της λέξεως «αστρονομία» είναι ότι δεν υπάρχουνε αρκετές πληροφορίες που να αποδεικνύουνε ότι υπήρχε νομική σχολή στην Αθήνα εκείνη την εποχή και έτσι είναι λογικό να υποθέσουμε ότι το κείμενο δε μιλάει για νομική (που δεν υφίστατο) αλλά για αστρονομία.

Το β) επιχείρημα του Cameron έχει επίσης καταρριφθεί από τον Blumenthal [6].

Ο Cameron αναφέρεται στα «διαδοχικά» και σε ένα απόσπασμα του Ολυμπιοδώρου που λέει ότι «παρά τις συνεχείς δημεύσεις τα διαδοχικά έχουνε διατηρηθεί». Η λέξη «διαδοχικά» μπορεί να έχει αρκετές σημασίες, το μισθό του σχολάρχη, την περιουσία της Ακαδημίας ή ακόμα και την πνευματική διαδοχή. Ο Cameron αναφέρει πολλές πιθανές ημερομηνίες για το παραπάνω χωρίο, από το 529 μέχρι και το 560, αλλά όπως τόνισε και ο Whittaker η μετοχή ενεστώτα (του κειμένου του Ολυμπιοδώρου) μπορεί να αναφέρεται σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή της αναφοράς του κυρίως ρήματος, δηλαδή από τότε που ιδρύθηκε η Φιλοσοφική Σχολή από τον Πλάτωνα μέχρι τη στιγμή του γραψίματος του χωρίου.

Το δεύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι ότι δεν υπάρχει καμία άλλη αναφορά, εκτός από μία στο λεξικό Σούδα για τον Πλάτωνα, που να λέει ότι η περιουσία της Ακαδημίας είχε κληρονομηθεί από τον Πλάτωνα.

Άρα ο Ολυμπιόδωρος έχει κάνει λάθος να συμπεράνει ότι η περιουσία της Ακαδημίας έχει προέλθει από τον Πλάτωνα. Και αφού κάνει λάθος γι' αυτό είναι πολύ πιθανόν να κάνει λάθος στο ότι οι χορηγήσεις υπήρχανε στις μέρες του.

Συνεχίζει ο Blumenthal αναλύοντας διάφορες επιγραφές που βρεθήκανε και αναφέρονται στον Πλούταρχο, τον φιλόσοφο που ξανάρχισε τη διδασκαλία στην Ακαδημία, και αποδεικνύει ότι ήτανε αρκετά πλούσιος, τόσο ώστε είναι πολύ πιο λογικό να υποθέσουμε ότι ο πλούτος βρισκότανε στα χέρια των σχολαρχών παρά το ότι αποτελούσε περιουσία της Ακαδημίας. Και καταλήγει λέγοντας ότι «μέχρι στιγμής μπορούμε να πούμε ότι ο Ολυμπιόδωρος σχεδόν σίγουρα έκανε λάθος σχετικά με την Πλατωνική κληρονομιά» [7].

Κάποιοι φυσικά εδώ πέρα, αφού πλέον έχει αποδειχτεί ότι τα επιχειρήματά τους είναι ανυπόστατα, θα μπορούσανε να κάνουνε ιδεολογικούς ελιγμούς και να πούνε «ναι μεν... αλλά», δηλαδή ναι μεν η Ακαδημία μπορεί να έκλεισε από τον Ιουστινιανό αλλά έτσι κι αλλιώς ήδη είχε πέσει σε μια κατάσταση παρακμής. Ουδέν ψευδέστερον τούτου.

Η Ακαδημία και η φιλοσοφία ανέκαθεν ήτανε ακμάζουσες στην Αθήνα, τόσο ακμάζουσες που δεν έκλεισαν ούτε και μετά την καταστροφή της Αθήνας από τους Έρουλους το 267 μ.Χ. Ακόμα και τα γενέθλια του Πλάτωνος και του Σωκράτους εορταζόντουσαν στον 5ο και πιθανώς και στον 6ο αιώνα με συμπόσια και ομιλίες σχετικά με την ελληνική Γραμματεία. Από τη στιγμή που οι φιλοσοφικές σχολές και οι φοιτητές τους αποτελούσανε τη ραχοκοκαλιά του Αθηναϊκού πληθυσμού υπήρχε ελάχιστη πιθανότητα για να αναδειχθεί μια νέα θρησκεία [8]. Μπορεί ο χριστιανισμός να ήτανε η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας αλλά ακόμα και τότε το πιο εντυπωσιακό τμήμα των όσων είχανε απομείνει από την αυτοκρατορία τον 4ο και 5ο αιώνα στην Αθήνα είναι ουσιαστικώς ο παγανιστικός τους χαρακτήρας [9]. Αυτός ο παγανιστικός χαρακτήρας υπήρχε κυρίως λόγω της Νεοπλατωνικής Ακαδημίας, η οποία κυριαρχούσε και ήτανε η πιο κραταιά αντι-χριστιανική δύναμη στην Αθήνα [10]. Εφ' όσον κυριαρχούσε η Ακαδημία και η ελεύθερη σκέψη δε θα μπορούσε ποτέ να επικρατήσει ο χριστιανισμός. Έπρεπε λοιπόν να «βγει από τη μέση» όπως θα λέγαμε σήμερα.

Δυστυχώς για όσους υποστηρίζουνε ότι η Ακαδημία είχε παρακμάσει και το κλείσιμό της ήλθε σαν φυσική απόρροια του χρόνου και της παρακμής οι ίδιες οι αρχαιολογικές ανασκαφές (εκτός δηλαδή από τα χωρία του Μαλάλα και την άμεση, πλην σαφή, αναφορά του Αγαθία) τούς αποδεικνύουνε λάθος. Η Arja Karivieri συσχετίζει το κτήριο που το ονομάζει «Οικία του Πρόκλου» με τη Νεοπλατωνική Ακαδημία και λέει ότι το κτήριο αυτό εγκαταλείφθηκε ξαφνικώς τον έκτο αιώνα [11]. Αυτό είναι κάτι που υποστηρίζεται και από την Frantz από αρχαιολογικές έρευνες που γίνανε στη δεκαετία του '70. Οι έρευνες αυτές δείξανε ότι πηγάδια μέσα στην αγορά ήτανε ασφυκτικώς γεμάτα με σχεδόν άθικτα αγάλματα και προτομές. Ανέκαθεν στην αρχαιότητα τα πηγάδια χρησίμευαν ως κάδοι απορριμάτων και μπάζων, αλλά είναι εντυπωσιακό να βρίσκουμε ολόκληρα αγάλματα μέσα σε αυτά. Γιατί κάποιος να ρίξει τα αγάλματα μέσα σε πηγάδια; Αυτό σημαίνει ότι κάτι πρέπει να έγινε εκείνη την περίοδο. Η μόνη πιθανή εξήγηση, η οποία ταιριάζει και με κεραμικά που βρεθήκανε σε πατώματα και άλλα πηγάδια της περιοχής είναι ότι αυτό έγινε με την έκδοση του εδίκτου το 529 [12]. Οι εθνικοί εκείνης της εποχής, λόγω του επικείμενου ολέθρου που θα επέφερε το έδικτο του Ιουστινιανού, κρύψανε τα αγάλματα μέσα σε πηγάδια με σκοπό να τα σώσουνε και να τα επαναφέρουνε αργότερα, όταν ίσως θα ηρεμούσανε τα πράγματα.

Τα έδικτα του Ιουστινιανού ήτανε τόσο σφοδρά που ακόμα και ολόκληρο σύμπλεγμα οικιών στη βόρεια κλιτύ του Αρεοπάγου, που ολοφανέρως κατοικούντανε από παγανιστές και έχουνε ενδεικτικώς συσχετιστεί με το Δαμάσκιο και τον φιλοσοφικό του κύκλο, ξαφνικώς, στις αρχές του έκτου αιώνος, πέρασε στα χέρια χριστιανών ιδιοκτητών [13]. «Φαίνεται σίγουρο», λέει ο Wildberg «ότι ο Δαμάσκιος και ο κύκλος του αφού χάσανε τις περιουσίες τους τούς έμεινε μόνο η επιλογή, εξορία ή θάνατος» [14].

Εκτός βεβαίως των παραπάνω η Αθανασσιάδη κάνει μία πολύ ενδιαφέρουσα συσχέτιση. Ο Δαμάσκιος όταν ήτανε νέος είχε επισκεφθεί την Αφροδισιάδα και εμπνεύστηκε από εκεί ιδέες για την αναζωογόνηση της Ακαδημίας. Το Σεβαστείο της Αφροδισιάδος έδωσε την έμπνευση στο Δαμάσκιο όταν χρειάστηκε να δημιουργήσει το σύμπλεγμα των κτηρίων για να στεγάσει όλους τους καθηγητές της Ακαδημίας. Η Αθανασσιάδη προτείνει τις οικίες A, B και C στη βόρεια κλιτύ του Αρεοπάγου ως τις πιο υποψήφιες για το ακαδημαϊκό σύμπλεγμα κτηρίων του Δαμάσκιου, οι οποίες έχουνε περιγραφεί από αρχαιολόγους ως εκπαιδευτικές [15]. Υπάρχουνε εκπληκτικές ομοιότητες μεταξύ αυτών των οικιών και του Σεβαστείου της Αφροδισιάδος όπως και μια αξιοσημείωτη συλλογή γλυπτών στις προαναφερθείσες οικίες. Αυτή η συλλογή είναι κυρίως θρησκευτική (και όχι αισθητική) και ρίχτηκε σε δύο πηγάδια το 529 όπως τεκμαίρεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Τα υπόλοιπα αγαλματίδια και γλυπτά, που είτε δεν χωρούσανε στα πηγάδια είτε δεν κρυφτήκανε καλά, βρεθήκανε διαμελισμένα, πράγμα το οποίο δείχνει ότι σκοπός αυτών που το κάνανε ήτανε να προσβάλλουνε. Ανάμεσα και σε άλλες σημαντικές παραχαράξεις που έκανε ο νέος ιδιοκτήτης το πάτωμα των οικιών ήτανε παραποιημένο σε σταυροειδές σχήμα, πράγμα που δείχνει ότι ήθελε να εξαγνίσει το μέρος που πλήγωνε τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Η ιστορία που αποκαλύπτουνε τα ερείπια του Αρεοπάγου δε διαφέρει από τις λογοτεχνικές πηγές, η τονωμένη Ακαδημία του έκτου αιώνος ήτανε το πρώτο θύμα στην αντι-παγανιστική προσπάθεια του Ιουστινιανού [16].

Ακόμα και ο ίδιος ο Cameron παραδέχεται ότι μεταξύ του 529 και 531 υπήρξε χωρίς αμφιβολία καταδυνάστευση Ελλήνων. Οι παρατηρήσεις του βασίζονται σε δύο λογοτεχνικές αναφορές. Η πρώτη αναφέρεται στα σχόλια στο «Εγχειρίδιο» του Επίκτητου που έκανε ο Σιμπλίκιος και που ομολογεί τυραννική περίοδο και κρίση εκείνον τον καιρό («εν προσήκοντι καιρώ... τυραννικής περιστάσεως»). Ο Cameron λέει ότι αυτές οι «τυραννικές περιστάσεις» λάβανε χώρα από τους χριστιανούς μεταξύ των ετών 529 και 531 και συσχετίζονται με το κλείσιμο της Ακαδημία [17]. Η δεύτερη αναφέρεται σε ανάλυση που κάνει στο λήμμα «εμπρίσαντες» του λεξικού Σούδα το οποίο (το λήμμα) εμφανίζεται στο «Vita Isidori» του Δαμάσκιου και το συσχετίζει με τους διωγμούς των φιλοσόφων εκείνη την εποχή [18].

Γενικώς εκείνη την εποχή βλέπουμε μια ανεξήγητη αρνητική κινητικότητα όσον αφορά την Αθήνα. Κτήρια εγκαταλείπονται, αγάλματα κρύβονται στα πηγάδια, εκδίδονται έδικτα κατά των εθνικών, φιλόσοφοι εγκαταλείπουνε την Αθήνα. Όπως πολύ ορθώς το έθεσε ο Hallstrom «σφοδρά μέτρα κατά του παγανισμού στην Αθήνα φαίνονται τόσο στη λογοτεχνία (Vita Procli) όσο και στην αρχαιολογία (κτήριο Ωμέγα, πιθανώς η οικία του Πρόκλου) από τον πέμπτο και τις αρχές του έκτου αιώνος. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία στους ερευνητές (σ.σ. scholars στο πρωτότυπο) για το γεγονός ότι ο Ιουστινιανός κατάπνιγε τον παγανισμό όποτε είχε την ευκαρία» [19].

Έχοντας λοιπόν γνώση των αρχαιολογικών και λογοτεχνικών αποδείξεων δεν είναι καθόλου δύσκολο να εξηγήσουμε γιατί τέτοιο μένος κατά της φιλοσοφικής σχολής των Αθηνών όπως καθόλου δύσκολο δεν είναι να δούμε γιατί η Αλεξάνδρια (που φέρνουνε σαν αντεπιχείρημα όσοι δε δέχονται το κλείσιμο της Σχολής) έτυχε καλύτερης μεταχείρισης από τον Ιουστινιανό, τον «μεγαλύτερο καταστροφέα ιδρυμάτων που μπορούσε να υπάρξει» σύμφωνα με τον Προκόπιο [20]. Φυσικά κάποιοι θα διαφωνήσουνε και θα προσπαθήσουνε να μειώσουνε την Απόκρυφη Ιστορία (δεν τους συμφέρει που λέει τόσες αλήθειες). Ας είναι, εγώ θα τους παραθέσω τη φράση του Roger D. Scott «Η Απόκρυφη Ιστορία είναι ένα σοβαρό έργο από έναν σοβαρό ιστορικό» [21].

Παρ΄ όλο που και στην Αλεξάνδρια (αλλά και στη Γάζα) υπήρχανε σχολές κλασσικών σπουδών καμία δεν έφτανε σε κύρος τη φιλοσοφική σχολή των Αθηνών, όπου και οι περισσότεροι από τους χριστιανούς διανοητές είχανε σπουδάσει [22]. Επιπλέον στην Αθήνα υπήρχε εύρωστη εθνική παράδοση αιώνων που (την Αθήνα) την έκαναν λιγότερο επιρρεπή στο χριστιανισμό από τις υπόλοιπες πόλεις στα ανατολική της Μεσογείου. Κατά πάσα πιθανότητα εκκλησίες δεν χτίζονταν επισήμως μέχρι και τον έκτο αιώνα, και οι χριστιανοί έτειναν αρχικώς να κρατάνε μια απόσταση από το κλασσικό παρελθόν της πόλεως, φοβούμενοι να αμφισβητήσουνε τους εδραιωμένους ναούς στα πέριξ της Ακροπόλεως. Το κλείσιμο των ναών άρχισε μόλις στα τέλη του πέμπτου αιώνος και μερικοί κυρίως ναοί, όπως ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο και το Ηφαιστείον ίσως να μην μετατράπηκαν σε ναούς μέχρι και τον έβδομο αιώνα [23]. Η Αθήνα ήτανε ένα από τα ελάχιστα μέρη όπου οι εθνικοί μπορούσανε να αισθάνονται ασφάλεια στο να εφαρμόζουνε τη θεολογία τους και να διαδίδουνε τις διδαχές τους [24].

Ο κύκλος των διανοούμενων που διαμορφώνανε και καθορίζανε τη στόχαση στην αυτοκρατορία εκείνη την εποχή πήγαζε κυρίως από την Αθήνα και ιδιαιτέρως τη φιλοσοφική της Ακαδημία. Εκεί υπήρχε αρχαία παράδοση αιώνων και πάμπολλοι εθνικοί ικανοί να συνεχίσουνε τη φιλοσοφία και το ελληνικό έθος. Έχοντας περάσει κάποιες κακουχίες λόγω κακών επιλογών σχολαρχών και διαμάχες διαδοχής μεταξύ τους, η Ακαδημία άρχισε να φθίνει στα μέσα του πέμπτου και μέχρι τις αρχές του έκτου αιώνος, μέχρι που ανέλαβε σχολάρχης ο Δαμάσκιος [25], ο οποίος άρχισε να επιστρατεύει για την Ακαδημία τους πιο διάσημους φιλοσόφους εκείνη την εποχή [26].

Οι ριζικές αλλαγές που επέφερε ο Δαμάσκιος επιρρώσανε τη φήμη της Ακαδημίας και άρχισε να ελκύει φοιτητές από όλη την αυτοκρατορία. Μέχρι το 520 η Ακαδημία είχε γίνει πάλι ακμαιότατο κέντρο φιλοσοφικής σκέψης [27]. Αυτό υποστηρίζει και ο Καλδέλλης (σε ανάλυση που κάνει για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του Ιωάννη Λυδού) λέγοντας με σαφήνεια ότι η Αθήνα ήτανε το κέντρο της μη-χριστιανικης σκέψης στην αυτοκρατορία [28] όπως επίσης και η Αθανασιάδη λέγοντας ότι «κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας η Αθήνα παρέμεινε το μόνο παγκοσμίως αναγνωρισμένο κέντρο παγανιστικής θεολογίας» [29].

Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η Ακαδημία ήτανε πραγματικώς ακμάζουσα και ζωής σφύζουσα. Δυστυχώς όμως η Αθήνα ανήκε στην Αχαϊκή Επαρχία, όπου η πολιτική της σκηνή άρχισε να διακατέχεται κυρίως από χριστιανούς. Και ακόμα χειρότερα, διοικητικές αλλαγές είχανε δημουργήσει ένα σύστημα τοπικών κυβερνήσεων όπου οι χριστιανοί πολίτες και ο χριστιανικός κλήρος είχανε προτεραιότητα. Μέσα σε αυτό το κλίμα οι χριστιανοί άρχισαν να επιτίθενται σε προεξέχοντες φιλοσόφους όπως ο Πρόκλος και ο Ηγίας. Ο Μαρίνος επίσης αναγκάστηκε να καταφύγει στην Επίδαυρο «δια τη στάσιν του» όπως μας πληροφορεί ο Δαμάσκιος [30]. Οι πολιτικές περιστάσεις και τα ιστορικά προηγούμενα δείχνουνε ότι το κλείσιμο της Σχολής το 529 ήτανε η αποκορύφωση ενός αιώνος σποραδικών προσπαθειών των χριστιανών να σπιλώσουνε και να επιτεθούνε στις ιδέες των εθνικών [31], με διωγμούς, δηώσεις και έδικτα.

Ο Μαλάλας επίσης επισημαίνει ότι ο νόμος που έστειλε ο Ιουστινιανός στην Αθήνα και απαγόρευε τη διδασκαλία της αστρονομίας και της φιλοσοφίας ήτανε διαφορετικός από τα αντίγραφα του νόμου που σταλθήκανε αλλού. Αναλύοντας αυτή την κίνηση ο Watts συμπεραίνει λέγοντας ότι «η απαγόρευση της διδασκαλίας που αυτός ο νόμος επέβαλλε, ήτανε έτσι σχεδιασμένη ώστε να στραγγίξει τη ζωή του ιδρύματος που ο Δαμάσκιος είχει αρχίσει να ανανεώνει» [32].

Το ότι η Αθήνα είχε χειρότερη αντιμετώπιση από τις άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας υποστηρίζεται από πολλούς. Ο Downey προσπαθώντας να εξηγήσει γιατί ο Ιουστινιανός απαγόρευσε τη φιλοσοφία στην Αθήνα και όχι στην Αλεξάνδρεια, δίνει μία αρκετά λογική εξήγηση. Αφού έγινε αυτοκράτορας ο Ιουστινιανός εξέδωσε έδικτα που απαγορεύανε αιρετικούς, εθνικούς και Σαμαρίτες από το να διδάσκουνε οιοδήποτε θέμα [33]. Φυσικά αυτό έγινε ως τμήμα της προσπάθειάς του να επιτύχει θρησκευτική ενότητα, η οποία, όπως πίστευε ο ίδιος, θα ερχότανε μόνο με την κατάλληλη εκπαίδευση. Οι αιρετικοί ή οι εθνικοί διδάσκαλοι το μόνο που θα έκαναν θα ήτανε να διαφθείρουν τα μυαλά των φοιτητών [34]. Έτσι λοιπόν, όπως σημειώνει ο Downey «το κλείσιμο της Φιλοσοφικής Σχολής ήλθε ως συνέπεια των εθνικών καθηγητών της» [35]. Κάτι που υποστηρίζεται και από τον Browning λέγοντας ότι (μιλώντας για τον Ιουστινιανό) «... σίγουρα δεν είχε κάτι προσωπικό εναντίον του Δαμάσκιου και του Σιμπλίκιου. Αλλά δεν ταιριάζανε στην αυτοκρατορία έτσι όπως την έβλεπε αυτός. Η διανοητική τους υπεροχή έδινε μια πλασματική αίγλη στις παγανιστικές πεποιθήσεις. Και, ίσως, η μεγάλη περιουσία της Ακαδημίας ήτανε πειρασμός για έναν αυτοκράτορα που ήθελε χρηματοδότηση για τα μεγαλεπήβολα έργα του» [36].

Το θέσπισμα του Ιουστινιανού, έτσι όπως σώζεται από τον Μαλάλα είχε στόχο να επιβάλλει τον περιορισμό της φιλοσοφίας διδασκόμενης από τους Έλληνες (δηλαδή της βλασφημίας, αφού οι διδασκαλίες των Ελλήνων ήτανε «βλάσφημες»). Η διδασκαλία της φιλοσοφίας από χριστιανούς δε θα είχε αυτό το αποτέλεσμα [37].

Κάτι παρόμοιο για τις ιδέες του Ιουστινιανού γράφει και ο Cesaretti «Ήτανε αυτή η ορθοδοξία απλώς ένα εργαλείο για δύναμη, που βασιζότανε σε αυτό που ο Ιουστινιανός ονόμαζε «Καισαροπαππισμό»; Αν πούμε ναι τότε υποτιμούμε το πραγματικό θεολογικό πάθος του Ιουστιανιανού, την προσωπική του, συμπαγή, σχεδόν υπαρξιακή του αφοσοίωση στην αναζήτηση μιας ιδεατής φόρμουλας πίστης που θα έλυνε όλα τα προβλήματα -τυπικό της ύστερης αρχαιότητας- η οποία θα δημιουργούντανε με το να εφαρμόσει τις αρχαίες φιλοσοφικές ιδέες στο χριστιανικό Ευαγγέλιο» [38].

Ο Michael Mass λέει σχετικώς ότι οι χριστιανοί ανέκαθεν αναρωτιούντανε «Τί σχέση έχει η Αθήνα με τα Ιεροσόλυμα; Η Ακαδημία με την Εκκλησία;» [39] αλλά κατά τον έκτο αιώνα η ένταση μεταξύ χριστιανικής προσέγγισης και μη-χριστιανικής παράδοσης έγινε ακόμα πιο οξεία, ιδιαίτερα όταν προσεγγιζότανε κάτω από το αυτοκρατορικό πρίσμα. Η προσπάθεια του Ιουστινιανού να δημιουργήσει μια Ρωμαϊκή κοινωνία ομοιόμορφης πίστης περνούσε μέσα από την αποδυνάμωση των συνδετικών κρίκων με το παρελθόν. Με το να καταστείλει τον πολυθεϊσμό και να βάλει στο στόχαστρό του τους διανοούμενους σφράγισε τη μοίρα της κοσμικής μάθησης. Επέβαλε το μειωτικό όρο «παγανιστικές» σε δραστηριότητες και γνώση που προηγουμένως αποτελούσανε αναπόσπαστο στοιχείο του αξιοθαύμαστου πολιτισμού της αυτοκρατορίας. Με λίγα λόγια, στην αρχή της βασιλείας του Ιουστινιανού παραδόσεις και γνώση, ειδικά στη φιλοσοφία, στις τέχνες και στην ιστορία υπήρχανε ανεξαρτήτως από τη χριστιανική ιδιοποίηση. Στο τέλος του έκτου αιώνος αυτές οι αυτόνομες σφαίρες πολιτισμού είχανε σχεδόν εξαφανιστεί [40].

Ο Θεόδωρος και ο Τυχικός

Για να αποκλείσουμε κάθε περίπτωση όμως η σχολή να επαναλειτούργησε θα πρέπει να αναλύσουμε και κάποιες σκόρπιες αναφορές που υπάρχουνε σε κάποιους που τάχα σπουδάσανε φιλοσοφία στην Αθήνα, όπως ο Θεόδωρος της Ταρσού (μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Canterbury) και ο Τυχικός (ο επονομαζόμενος Βυζάντιος).

Για τον Θεόδωρο υπάρχει μία αναφορά, γραμμένη 219 έτη μετά το κλείσιμο της Ακαδημίας, από τον Πάππα Ζαχαρία προς τον Άγιο Βονιφάκιο (Boniface) [41] που λέει ότι γνώριζε φιλοσοφία από την Αθήνα. Για κάποιον που δεν ξέρει τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες εκείνης της εποχής του είναι εύκολο να το πιστέψει. Αν όμως ερευνήσουμε λίγο θα δούμε ότι ο όρος «φιλοσοφία» εκείνη την εποχή χρησιμοποιούντανε περισσότερο για να προσδώσει κύρος παρά για να δείξει ότι κάποιος όντως ήτανε φιλόσοφος. Ο Guglielmo Cavalo απέδειξε ότι αν κάποιος ήθελε να σπουδάσει εκείνη την εποχή θα μπορούσε να το κάνει κυρίως στην Αλεξάνδρεια και στη Νότιο Ιταλία, αλλά όχι στην Αθήνα [42]. Ο Michael Lapidge σε έρευνα που κάνει για την καριέρα του Θεόδωρου [43] δεν αναφέρει κάν την Αθήνα ως όνομα στην πορεία του Θεόδωρου από την Ταρσό στο Canterbury. Ούτε ο Βέδε (Bede) σύγχρονος του Θεόδωρου αναφέρει την Αθήνα στο έργο του «Historia ecclesiastica gentis Anglorum». Πώς λοιπόν ο Θεόδωρος σπούδασε στην Αθήνα; Και μάλιστα Φιλοσοφία;

Γίνεται φανερό ότι το σχόλιο του Πάππα Ζαχαρία σήμαινε απλώς ότι ο Θεόδωρος κατείχει κάποια «ελληνική» μόρφωση [44], ήτοι ότι ήτανε κάποιος ευρυμαθής, κάποιος «φιλόσοφος» (τα εισαγωγικά υπάρχουνε στο πρωτότυπο) που μπορούσε να διδάσκει και να έχει γνώση πολλών εκπαιδευτικών κλάδων [45], κάποιος ειδήμωνας στη ρητορική και στη διαλεκτική [46] όχι κάποιος που μπορούσε να κατανοήσει την ελληνική Φιλοσοφία.

Το όνομα της Αθήνας και η έννοια της φιλοσοφίας μπήκανε στο κείμενο μόνο και μόνο για να προσδώσουνε κύρος στον Θεόδωρο. Άλλως τε η Αθήνα, μέσα από μια πολιτισμική παράδοση δεκάδων αιώνων, συνέχιζε να υφίσταται ως σύμβολο πολιτισμού και μόνο η αναφορά της αρκούσε για να δώσει αξία σε κάποιον. 220 σχεδόν έτη μετά το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών, στην εποχή του Καρλομάγνου, το κλέος και η πολιτιστική εμβέλεια της Αθήνας ήτανε τόσο ισχυρή, πού ένα έτος πρωτού στεφθεί αυτοκράτορας ο Καρλομάγνος, ο Αλκουϊν (Alcuin) του έγραψε προτρέποντάς τον να «δημιουργήσει μια νέα Αθήνα στη Γαλλία» [47].

Αλλά ακόμα και αν δεχτούμε ότι ο Θεόδωρος σπούδασε για κάποιο διάστημα στην Αθήνα πουθενά δεν υπάρχουνε αποδείξεις ότι σπούδασε φιλοσοφία, πόσο μάλλον από φιλοσοφική σχολή η οποία λειτουργούσε επισήμως. Ο Γισλένος (Gislenus), σύγχρονος του θεοδώρου που σπούδασε στην Αθήνα, διδάχτηκε από ιδιωτικούς δασκάλους [48]. Ίσως αυτούς θα μπορούσαμε να τους αποκαλέσουμε «φιλοσόφους» αλλά ήτανε; Δε νομίζω. Αυτοί ήτανε οι λεγόμενοι γραμματιστές, δηλαδή ιδιωτικοί δάσκαλοι που αναλαμβάνανε τη μόρφωση κάποιου· σε καμία όμως περίπτωση φιλόσοφοι.

Για τον Τυχικό, η μόνη πρωτογενής πηγή που υπάρχει είναι στην αυτοβιογραφία του Ανανία από τη Σιράκ [49]. Ο Τυχικός ήτανε καλόγερος που δίδασκε στο μοναστήρι του Αγίου Ευγενίου και ήτανε δάσκαλος του Ανανία, ο οποίος (ο Ανανίας) ήτανε καλόγερος της Αρμενικής Εκκλησίας [50]. Ο Τυχικός σπούδασε στην Αρμενία και πέρασε ένα μήνα στα Ιεροσόλυμα, τρία έτη στην Αλεξάνδρια, ένα έτος στη Ρώμη και μετά από αυτό στην Κωνσταντινούπολη [51]. Ο Ανανίας επίσης αναφέρει ότι ο Τυχικός βρήκε στην Αθήνα έναν «διάσημο άνδρα» (δεν αναφέρει το όνομά του) από τον οποίον διδάχτηκε φιλοσοφία [52].

Αυτό φυσικά δε συνηγορεί στην άποψη ότι υπήρχε φιλοσοφική σχολή στην Αθήνα και θέτει κάποια ερωτήματα. Ποιός ήτανε αυτός ο «διάσημος άνδρας» που γνώριζε φιλοσοφία και τη δίδασκε; Δεν υπάρχουνε πηγές για κάποιον διάσημο φιλόσοφο εκείνη την εποχή στην Αθήνα. Γιατί ο Ανανίας δεν αναφέρει όνομα; Αυτό κάνει τη μαρτυρία του συγκεχυμένη τη στιγμή που αναφέρει άλλες λεπτομέρειες αλλά όχι μια τόσο σημαντική για τον δάσκαλό του. Πού διδάχθηκε φιλοσοφία, στην Αθήνα ή στην Κωνσταντινούπολη; Ο Ανανίας δεν ξεκαθαρίζει αν ο Τυχικός σπούδασε στην Αθήνα ή στην Κωνσταντινούπολη, αλλά μόνο ότι βρήκε κάποιον διδάσκαλο στην Αθήνα. Ο Robert H. Hewsen υποστηρίζει ότι ο Τυχικός διδάχτηκε φιλοσοφία στην Κωνσταντινούπολη από τον Αθηναίο διδάσκαλο. Η φήμη του ήτανε τόσο μεγάλη ώστε ακόμα και ο Πατριάρχης τον παρακάλεσε να μείνει εκεί αλλά ο Τυχικός αρνήθηκε και γύρισε στην Τραπεζούντα όπου άνοιξε δική του σχολή. Όμως ο θάνατος του διδάσκαλού του ανάγκασε τον ίδιο τον αυτοκράτορα να καλέσει τον Τυχικό πίσω στην Κωνσταντινούπολη να αναπληρώσει την κενή θέση την οποία ο Τυχικός απέρριψε [53]. Εδώ πλέον γίνεται ξεκάθαρο ότι ο Τυχικός σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη αφού ο αυτοκράτορας τον κάλεσε πίσω στην Κωνσταντινούπολη, όπου προηγουμένως και ο διδάσκαλος του Τυχικού εδίδασκε.

Αθήνα – Αλεξάνδρεια

Γιατί όμως η Αθήνα και όχι η Αλεξάνδρεια; Αν δούμε τις κοινωνικοθρησκευτικές συνθήκες της Αλεξάνδρειας εκείνη την εποχή θα καταλάβουμε πολύ εύκολα το λόγο. Στην Αλεξάνδρεια άρχισε να αναπτύσσεται ένας νέος τύπος διδασκάλου, αυτού του χριστιανού «φιλοσόφου» (ενός τύπου που υπάρχει ακόμα και στις μέρες μας). Στην Αλεξάνδρεια, οι μαθητές μαθαίνανε από τη μία Όμηρο και Θουκυδίδη, αλλά από την άλλη -και αυτό είναι το πιο σημαντικό- οι χριστιανοί διδάσκαλοι τους υποχρεώνανε να ασχοληθούνε με χριστιανικά θέματα [54].

Κάτω από αυτό το πλαίσιο η Αθήνα είχε γίνει αναχρονιστική (αφού οι διδάσκαλοι ήτανε ακραιφνείς εθνικοί και όχι χριστιανοί) και έπρεπε να κλείσουνε οι φιλοσοφικές σχολές. Οι σχολές εκεί ήτανε το αγκάθι στο πρόγραμμα εκχριστιανισμού της αυτοκρατορίας. Δεν ήτανε η διδασκαλία της Φιλοσοφίας αυτή καθεαυτή που ο Ιουστινιανός έβρισκε επικίνδυνη αλλά το ότι αυτή διδασκότανε από εθνικούς καθηγητές οι οποίοι διόλου δεν ενδιαφερόντανε να χτίσουνε τη νέα χριστιανική κουλτούρα που χρειαζότανε ο Ιουστινιανός για την εδραίωση της χριστιανικής Πολιτείας [55]· ένα αμάλγαμα δηλαδή χριστιανισμού με φιλοσοφικές ιδέες, που τόσο πολύ τις είχε ανάγκη για να ορθοποδήσει ο ανώριμος χριστιανισμός. Και όπως είναι γνωστό, οι Έλληνες καθηγητές που αρνηθήκανε να γίνουνε χριστιανοί φύγανε πρόσφυγες στην αυλή του βασιλιά της Περσίας [56].

Εδώ όμως τίθεται και μία άλλη ερώτηση. Γιατί αυτό το νέο είδος χριστιανού «φιλοσόφου» άρχισε να αναπτύσσεται στην Αλεξάνδρεια και όχι στην Αθήνα; Υπάρχουνε πολλοί λόγοι γι' αυτό.

Οι διώξεις και η αποδυνάμωση του ελληνισμού άρχισε επί Πτολεμαίου Ζ', όταν εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό κατά των Ελλήνων και ελληνιζόντων στην Αλεξάνδρεια κατά την ελληνιστική περίοδο. Ήδη από τότε έχουμε τις πρώτες βίαιες πράξεις συντριβής του ελληνισμού σε αυτόν τον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο με αποτέλεσμα ο ελληνισμός να αρχίσει σιγά σιγά να χάνει τη ρώμη του και να γίνει εύκολο θύμα στις απηνείς διώξεις που ακολουθήσανε.

Ένας άλλος λόγος είναι και γεωγραφικός και κατά συνέπεια και οικονομικός. Η Αλεξάνδρεια, όντως σε μια εύφορη περιοχή ήτανε ο κύριος προμηθευτής καλαμποκιού, ελαιόλαδου και σιταριού της «δεύτερης Ρώμης», δηλαδή της Κωνσταντινούπολης. Ήτανε ζωτικής σημασίας τα φορτηγά πλοία να μεταφέρουνε τρόφιμα στην Κωνσταντινούπολη ανεμποδίστως και αδιακόπως. Και αφού η αυτοκρατορία χριστιανοποιούντανε, οι αυτοκράτορες δεν το διακινδυνεύανε καθόλου να βρίσκεται η Αλεξάνδρεια υπό αλλόθρησκη επιρροή (δηλαδή ελληνική). Έτσι δώσανε ιδιαίτερη βαρύτητα στο χριστιανισμό εκεί πέρα και καταφέρανε από νωρίς να δημιουργήσουνε μια δυνατότερη χριστιανική κοινότητα αναδεικνύοντας αιμοσταγείς επισκόπους στον επισκοπικό θώκο. Διαβάζουμε χαρακτηριστικώς:

«στα τέλη του 350 στην Αλεξάνδρεια ένας από τους πιο αντι-παγανιστικούς επισκόπους, ο Αρειανός Γεώργιος, ανέβηκε στο θρόνο της επισκοπής του Αθανάσιου. Ο Γεώργιος χρησιμοποίησε όλες τις μεθόδους που μπορεί να φανταστεί ανθρώπινο μυαλό για να αφανίσει την εθνική λατρεία. Ένας αλαζόνας και προκλητικός, όπου του το επέτρεπαν οι συνθήκες, αλλά κυρίως ύπουλος και δουλοπρεπής, μετέτρεψε ναούς σε εκκλησίες, οργάνωσε δημόσιες παρελάσεις όπου ιερά παγανιστικά αντικείμενα χλευάζονταν, εσκεμμένως προσέβαλλε εθνικούς κατά τη διάρκεια λατρείας τους και, τέλος, έστειλε το στρατό κατά του πιο τέλειου ναού της Αιγύπτου, το Σεράπειο. Και αφού δεν κορέστηκε με τη δήωση των μνημείων, ο Γεώργιος στράφηκε και σε διώξεις ανθρώπων, προξενώντας και την εξορία πολλών σημαίνοντων διδασκάλων, όπως του ιατροσοφιστή Ζήνωνος» [57].

Σε όλες αυτές τις καταστροφές συνέβαλλε και η ιστορία του χριστιανισμού στην Αλεξάνδρεια. Από τις μέρες ακόμα των Αποστόλων, οι κεντρικές επισκοπές του χριστιανισμού υπήρχανε στα τρία ηγετικά χριστιανικά κέντρα, Ρώμη, Αλεξάνδρεια και Αντιόχεια [58] (η Κωνσταντινούπολη έγινε ηγετικό κέντρο δυό αιώνες αργότερα). Ο Ευαγγελιστής Μάρκος είχε πάει το Ευαγγέλιο στην Αλεξάνδρεια και ο πατριάρχης της Αλεξάνδρειας θεωρούντανε Πάππας αφού ήτανε απ' ευθείας διάδοχος του Μάρκου. Πολλοί βλέπανε την Αλεξάνδρεια σαν την υψηλότερη εκκλησιαστική αρχή, το προπύργιο της χριστιανικής πίστεως [59].

Γενικώς στην Αλεξάνδρεια από την εμφάνιση του χριστιανισμού και μετά υπήρχε ανέκαθεν ισχυρό ανθελληνικό κλίμα. Tο 380 έχουμε άγριες εξορμήσεις κατά των εθνικών. Πάλι το 385-386 με τον Κυνήγιο και τον Θεόφιλο, όπου με τις μανιασμένες ορδές φανατικών παππάδων καταστρέψανε ελληνικούς ναούς και αγάλματα. Το 415 η Υπατία διαμελίστηκε στην κυριολεξία από τον Κύριλλο και τα φανατισμένα στίφη ιερέων που όπως πολύ σωστά αναφέρει η Αθανασιάδη «η μοίρα της Υπατίας απέτρεψε τους νέους από το να σπουδάζουνε φιλοσοφία» [60]. Στα τέλη του πέμπτου αιώνος, λίγες μόνο δεκαετίες πριν το κλείσιμο της Ακαδημίας των Αθηνών, ο παγανιστής φιλόσοφος Ωραπόλλων εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί και να φύγει από την πόλη λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων [61]. Ο φιλόσοφος Ηραϊσκος καταδιώχτηκε σε θάνατο από το Νικομήδη [62]. Ακόμα και ναούς εθνικών Αιγυπτίων καταστρέψανε για να σταματήσουνε τη λατρεία της Ίσιδος στη Μέμφιδα (Menouthis) [63].

Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι εναπομείναντες Έλληνες είχανε δύο επιλογές. Ή να αλλαξοπιστήσουν (ή να κάνουνε πως αλλαξοπιστήσανε) σε χριστιανούς ή να φύγουνε. Η πρώτη λύση ήτανε και η ευκολότερη αν σκεφτούμε ότι από εδώ και πέρα οι κλασσικές επιστήμες θα προσεγγίζονταν μόνο κάτω από το χριστιανικό τρόπο σκέψης [64].

Κάτι τέτοιο έκανε και ο Ολυμπιόδωρος προκειμένου να σώσει τη θέση του και τη ζωή του· αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τη χριστιανική διδασκαλία σε αρκετές θέσεις [65]. Και όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Tarrant (μιλώντας για τον Ολυμπιόδωρο), «εν τέλει πρέπει να τον σκεφτούμε ως πολύ δεκτικό στις χριστιανικές θέσεις. Ο Westerink αναφέρεται στην αρκετά ευέλικτη προσαρμοστικότητα του δόγματός του.... Ο Ολυμπιόδωρος είχε λίγη από τη μεγαλειότητα του Σωκράτη, αλλά τουλάχιστον ήξερε σαν το Σωκράτη πως να αποφεύγει τις τεχνικές λεπτομέρειες της ιδεολογίας του» [66].

Κάτι παρόμοιο ως προς το αποτέλεσμα υποστηρίζει και ο Wildberg λέγοντας ότι ο Ολυμπιόδωρος, εν αντιθέσει με το σύγχρονό του Συμπλίκιο, δεν ήτανε το ίδιο Έλληνας. Ήλπιζε για κάποιου είδους συνύπαρξης. Μια ματιά στα σχόλιά του στον Φαίδων, Αλκιβιάδης Α και Γοργίας μας δείχνουνε τον ανούσιο (σ.σ. toothless στο πρωτότυπο) πλατωνισμό του. Ένας σύγχρονος ερευνητής λέει για τα απογοητευτικά του σχόλια «βρίθει από αναπολήσεις και ανέκδοτα για τον Αμμώνιο, ενώ η πραγματική τους ουσία είναι πολύ φτωχή» [67].

Φυσικά, όπως είπα και δύο παραγράφους πιο πάνω, αυτό δεν είναι σφάλμα του Ολυμπιοδώρου, ο άνθρωπος προσπαθούσε να σώσει τη ζωή του από τους διωγμούς που εξαπέλυσαν οι χριστιανοί, έπρεπε να είναι προσεχτικός με αυτά που έλεγε και αυτά που έγραφε διαφορετικώς οι χριστιανικές αρχές θα του επέβαλαν κυρώσεις [68].

Η αλήθεια είναι ότι πολλοί ιστορικοί συγκλίνουνε στην άποψη ότι η φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια άρχισε να χριστιανοποιείται. Η φιλοσοφική ατμόσφαιρα στην Αλεξάνδρεια ήτανε αναμφιβόλως περισσότερο Αριστοτελική από την Αθήνα, και λιγότερο μαχητική υπέρ του παγανισμού [69] και έτσι άρχισε να χριστιανοποιείται [70]. Αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι οι Αλεξανδρινοί φιλόσοφοι πληρωνότανε από τις αρχές της Αλεξάνδρειας και όχι από την περιουσία των φιλοσοφικών σχολών [71]. Έτσι οι χριστιανοί της Αλεξάνδρειας ανέχονταν τους κρυφο-εθνικούς διδάσκαλους οι οποίοι δεν ήτανε απροκαλύπτως αντι-χριστιανοί (όπως οι φιλόσοφοι των Αθηνών) και οι οποίοι έδειχναν ενδιαφέρον για τον Αριστοτελισμό με αποτέλεσμα να «απεμπολήσουνε τις μοχθηρές θεοσοφικές εικοτολογίες του νεοπλατωνισμού» [72].

Αριστοτελισμός λοιπόν, το φιλοσοφικό σύστημα το οποίο (μαζί και με τον Πλατωνισμό) νοσφίστηκαν οι χριστιανοί, παραφράσανε και εγκολπωθήκανε προκειμένου να εδραιώσουνε το άγουρο ακόμα δόγμα τους. Ήτανε προς ώφελος των χριστιανών μια «φιλοσοφική» σχολή στην Αλεξάνδρεια όπου θα μπορούσανε να τη χρησιμοποιήσουνε προς εδραίωση των ιδεών τους. Τα έργα του Φιλόπονου και του Ζαχαρία είναι παραδείγματα χριστιανικής ιδιοποίησης της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας με σκοπό να δώσουνε στη χριστιανική δοξασία λογικό έρισμα [73]. Φυσικά κανένα από αυτά τα έργα ή τα σχόλια δεν είχανε σχέση με τις ιδέες του Αριστοτέλη. Μπορεί να διαδώσανε την Αριστοτέλεια σκέψη αλλά αποτελούσανε μία αξιοσημείωτη αναίρεση των φιλοσοφικών διδαχών του Αριστοτέλη αν τα συγκρίνουμε δίπλα δίπλα με τα πρωτότυπα [74].

Μην ξεχνάμε και το ότι η εποχή για την οποία γίνεται η έρευνα είναι γεμάτη όχι μόνο από διωγμούς εθνικών αλλά και από διωγμούς αιρετικών χριστιανών. Τα πιο επείγοντα ζητήματα παύσανε να είναι οι εθνικοί και η διδασκαλία τους. Τώρα υπήρχανε πιο χειροπιαστά ζητήματα να λύσουνε, και αυτά ήτανε οι «άλλοι χριστιανοί» και οι διαμάχες μεταξύ του Σεβήρου (πατριάρχη Αντιόχειας) και του Ιουλιανού (Αλικαρνασσού) για το αν το σώμα του Ιησού είχε φθαρεί πριν την ανάστασή του ή όχι (αφθαρτοδόκησις). Αυτά ήτανε σοβαρότερα ζητήματα από τις διώξεις των εναπομεινάντων Ελλήνων.

Άλλη μια λογική απάντηση στο γιατί η φιλοσοφική σχολή της Αλεξάνδρειας παρέμεινε ανοιχτή βρίσκεται στο γεγονός ότι η μελέτη της φιλοσοφίας ήτανε απαραίτητη για να διατυπωθεί και να κατανοηθεί ο χριστιανισμός. Η Βίβλος δε δίνει πληροφορίες για το αν ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι της ίδιας ουσίας. Ούτε για το πως το θεϊκό και το ανθρώπινο στοιχείο συνδυαστήκανε στο Χριστό. Όποιοι μελετούσανε αυτά τα θέματα έπρεπε να χρησιμοποιήσουνε την Αριστοτέλεια λογική καθώς και τις βασικές έννοιες της Πλατωνικής οντολογίας όπως υπόσταση, φύση, ουσία, ψυχή και νους. Φαίνεται ότι ο χριστιανισμός έκανε επιτακτική την ανάγκη της φιλοσοφίας και μπορούμε να πούμε ότι αυτή επιβίωσε στην Αλεξάνδρεια διότι έδινε βάση στις διαφορετικές χριστιανικές κοινότητες που τη χρησιμοποιούσανε.

Αλλά ακόμα και αυτό δε μας δίνει μια τελική απάντηση. Σε πολύ γενικές γραμμές η απάντηση είναι ότι ο χριστιανισμός έφερε μαζί του μία επινόηση παντελώς άγνωστη στον αρχαίο κόσμο, την εξ αποκαλύψεως αλήθεια, που όσο σκανδαλώδης και αν ήτανε έπρεπε να κατανοηθεί.

Οι φιλόσοφοι ανέκαθεν ενωποιούσανε τη λογική με τη θεολογία με τέτοιο τρόπο ώστε πάντοτε ξεκινούσανε από το Λόγο και, αμφισβητώντας, καταλήγανε στην πεποίθηση – σχετικώς με το Όντως Ων, τους θεούς και την αθανασία της Ψυχής. Στο χριστιανισμό όμως αυτό το συμπέρασμα, εν αντιθέσει, αποκαλύπτονταν. Και ήτανε αυτή η αποκάλυψη - με την υπόσχεση μιας παγκόσμιας σωτηρίας μέσω κάποιου που από θεός έγινε άνθρωπος, πέθανε στο σταυρό και αναστήθηκε - που αψηφούσε τη λογική. Αυτό που έλειπε αρχικώς από το χριστιανισμό ήτανε ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτές οι ιδέες θα μπορούσανε να κατασκευαστούνε, να συζητηθούνε και να υποστηριχτούνε, αλλά κανείς άλλος δεν πρόσφερε ένα τέτοιο πλαίσιο παρά μόνο η παγανιστική φιλοσοφία. Και γι' αυτό το λόγο η κλασσική φιλοσοφία μέσα στην αυτοκρατορία ήτανε αμφίσημη, εχθρός και σύμμαχος μαζί [75].

Η πορεία των Φιλοσόφων μετά το κλείσιμο της Φιλοσοφικής Σχολής

Όπως αναφέρει ο Αγαθίας μετά το κλείσιμο της Σχολής ο Δαμάσκιος και έξι ακόμα φιλόσοφοι φύγανε και αναζητήσανε καταφύγιο στην αυλή του βασιλέως Χοσρόη, στην Περσία. Σύμφωνα πάντα με τον Αγαθία (που είναι εγκυρότατος αφού μας έχει διασώσει ακόμα και τα ονόματα των φιλοσόφων) οι φιλόσοφοι ήτανε η αφρόκρεμα («το άκρον άωτον») της εποχής και φύγανε γιατί τα θεολογικά τους πιστεύω τους έκανε να μην μπορούνε να ζήσουνε πλέον στην αυτοκρατορία.

Εδώ όμως τίθεται ένα άλλο ερώτημα. Ο Χοσρόης δεν έγινε βασιλιάς παρά στις 13 Σεπτεμβρίου του 531, η Φιλοσοφική Σχολή έκλεισε το 529, τί έγινε στα δύο αυτά έτη μεταξύ 529 και 531;

Φαίνεται ότι μετά τον περιβόητο νόμο οι φιλόσοφοι μείνανε στην Αθήνα, περιμένοντας ότι ίσως τα πράγματα θα αλλάζανε. Βεβαίως λογικό είναι να υποθέσουμε ότι μετά τον ανθελληνικό αυτό νόμο ο Δαμάσκιος και ο κύκλος του θα ήτανε ο επόμενος στόχος των χριστιανών και θα έπρεπε να κάνουνε αυτό που θα έκανε ο καθένας μας, να το βάλουνε στα πόδια. Αλλά αυτό θα ήτανε κάτι το αντίθετο με την ιδεολογία του Δαμάσκιου, του ανθρώπου που έλεγε ότι «τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από την καθαρή συνείδηση» [76]. Δε θα μπορούσε να κάνει πίσω, ακόμα και στο κλείσιμο της Φιλοσοφικής Σχολής, τη στιγμή που οι ίδιες του οι φιλοσοφικές του διδαχές εγκωμιάζανε την εμμονή άλλων φιλοσόφων στις προγονικές παραδόσεις [77]. Δεν υπήρχε συμβιβασμός. Αυτό ήτανε κάτι που το είχε κάνει και στο παρελθόν [78] όταν διάλεξε εξορία αντί για συνεργασία [79]. Έτσι παρέμεινε στην Αθήνα περιμένοντας να αλλάξουνε τα πράγματα. Αλλά δυστυχώς οι νόμοι 1.11.9 και 1.11.10 (αλλά και 1.11.10.3) του Ιουστινιανού που εκδόθηκαν δύο έτη αργότερα [80]) (δηλαδή το 531), σύμφωνα με τους οποίους τα περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων θα κατάσχεντο από τον αυτοκράτορα, έκαναν τον Δαμάσκιο και τον κύκλο του να εγκαταλείψουνε την Αθήνα και να βρούνε καταφύγιο στην αυλή του Χοσρόη και από εκεί στις Κάρρες της Μεσοποταμίας [81].

Μαζί τους έσβησαν και τα φώτα της Παιδείας.

[1] Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, εκδόσεις Ηλιοδρόμιο, Λόγος 18ος, σελ. 358
[2] Αγαθίας, Ιστορίαι 2.30.3
[3] Alan Cameron, The Last Days of the Academy at Athens, Proceedings of the Cambridge Philological Society, vol. 195, 1969
[4] Justinian, Malalas and the End of the Athenian Philosophical Teaching in A.D. 529, Journal of Roman Studies, vol. 94, 2004, σελ. 168-182
[5] L. Dindorf, Ioannis Malalae Chronographia, Accedunt Chilmeadi Hodiique Annotationes et. Ric. Bentleii Epistola ad Io. Millium – 1831
[6] «529 and its Sequel: What Happened to the Academy?» Byzantion xlviii (1978), σελ. 369-385
[7] ό.π. σελ. 375
[8] Alison Frantz, Pagan Philosophers in Christian Athens, Proceedings of the American Philological Society, vol. 119, 1975, σελ. 30
[9] ο.π. σελ. 31
[10] ό.π. σελ. 31
[11] Arja Karivieri, The House of Proclus on the Southern Slope of the Acropolis: A contribution, Post-Herulian Athens: Aspects of Life and Culture in Athens A.D. 267-529, ed. by P. Castrén
[12] Alison Frantz, Pagan Philosophers in christian Athens, Proceedings of the American Philological Society, vol. 119, 1975, σελ. 36-37 και H.J. Blumenthal, 529 and its Sequel: What Happened to the Academy, Byzantion xlviii (1978), σελ. 376-377
[13] Alison Frantz, The Athenian Agora, XXIV. Late Antiquity, AD 267-700, Princeton, N.J. 1988, σελ. 86-92 και John M. Camp, The Philosophical Schools of Roman Athens, The Greek Renaissance in the Roman Empire, ed. S. Walker and Averil Cameron, Bulletin of the Institute for Classical Studies 55, 1989, σελ. 50-55
[14] Christian Wildberg, Philosophy in the Age of Justinian, The Cambridge Companion to the Age of Justinian, Cambridge University Press 2005, σελ. 333
[15] Esperia xlii (1973) 156-164 (T.L. Shear Jr), A. Frantz (n.1) 37-48, J. Mc.k. Camp, The philosophical Schools of Roman Athens, S. Walker-Averil Cameron (eds), The Greek Renaissance in the Roman Empire (BICS Suppl. 1v (1989) 50-55
[16] Polymnia Athanassiadi, Persecution and Response in Late Paganism – The evidence of Damascius, Journal of Hellenic Studies, 1993, vol. 113, σελ. 23-24
[17] Alan Cameron, The Last days of the Academy at Athens, Proceedings of the Cambridge Philological Society, vol. 195, 1969, σελ. 14 και 16
[18] ό.π. σελ. 15
[19] Gunnar af Hallstrom, The Closing of the Neoplatonic School in A.D. 529: An Additional Aspect, Post-Herulian Athens: Aspects of Life and Culture in Athens A.D. 267-529, ed. by P. Castrén, σελ. 157
[20] Απόκρυφη Ιστορία 6.21
[21] Roger D. Scott, Malalas, the Secret History and Justinian's Propaganda, DOP, vol. 39, 1985, σελ. 108
[22] Julian and Justinian and the Unity of Faith and Culture, Granville Downey, Church History, vol. 28, 1959, σελ. 345
[23] Garth Fowden, The Pagan Holy Man in the Late Antique Society, The Journal of Hellenic Studies, vol. 102, 1982, σελ. 43
[24] ό.π. σελ. 44
[25] Justinian, Malalas and The end of the Athenian Philosophical Teaching in A.D. 529, Edward Watts, Journal or Roman Studies, vol. 94, 2004, σελ. 168-169
[26] Αγαθίας, Ιστορίαι, 2.30.3
[27] Justinian, Malalas and The end of the Athenian Philosophical Teaching in A.D. 529, Edward Watts, Journal or Roman Studies, vol. 94, 2004, σελ. 170 και Alan Cameron, The Last Days of the Academy at Athens, Proceedings of the Cambridge Philological Society, vol. 195, 1969, σελ. 29
[28] The religion of Ioannis Lydos, Anthony Kaldellis, Phoenix, vol. 57, 2003, σελ. 305
[29] Persecution and Response in late Paganism: The Evidence of Damascius, Polymnia Athanassiadi, Journal of Hellenic Studies, vol. 113, 1993, σελ. 5
[30] Δαμάσκιος, Vita Isidori, 277 (EP)=fr. 266
[31] Justinian, Malalas and The end of the Athenian Philosophical Teaching in A.D. 529, Edward Watts, Journal or Roman Studies, vol. 94, 2004, σελ. 170-171
[32] ό.π. σελ. 176
[33] Codex Justinianus 1.5.18.4, 1.11.10.2
[34] Cod. Just. 1.5.18.4
[35] Julian and Justinian and the Unity of Faith and Culture, Granville Downey, Church History, vol. 28, 1959, σελ. 345
[36] Robert Browning, Justinian and Theodora (revised edition), 1987, σελ. 62
[37] Christian Wildberg, Philosophy in the Age of Justinian, The Cambridge Companion to the Age of Justinian, Cambridge University Press 2005, σελ. 331
[38] Paolo Cesaretti, Theodora: Empress of Byzantium, Vendome Press, 2004, σελ. 170
[39] Τερτυλλιανός, De Praescr. Haer 7, το κείμενο λέει «Τί σχέση έχει η Αθήνα με τα Ιεροσόλυμα; Η Ακαδημία με την Εκκλησία; Δε χρειαζόμαστε την αναζήτηση τώρα που έχουμε τον Ιησού Χριστό· ούτε τη έρευνα τώρα που έχουμε το Ευαγγέλιο.»
[40] Roman Questions, Byzantine Answers, Michael Maas, The Cambridge Companion to the Age of Justinian, ed. Michael Maas, Cambridge University Press, 2005, σελ. 17
[41] S. Bonifatii et Lullii Epistolae, ed. M. Tangl, MGH, Epist. Sel. I (Berlin 1916), 173
[42] Guglielmo Cavallo, Theodore of Tarsus and the Greek Culture of his Time, Cambridge Studies in Anglo-Saxon England, Archibishop Theodore
[43] Michael Lapidge, The Career of Archbishop Theodore, Cambridge Studies in Anglo-Saxon England, Archibishop Theodore
[44] Michael Lapidge, The School of Theodore and Hadrian, Anglo-Saxon Literature 600-899, London, The Hambledon Press, 1996, πρώτη σελίδα, υποσημείωση 1
[45] Guglielmo Cavallo, Theodore of Tarsus and the Greek Culture of his Time, Cambridge Studies in Anglo-Saxon England, Archibishop Theodore, σελ. 66
[46] William Reany D.D., St. Theodore of Canterbury, B. Herder Book Co. 1944, σελ. 34
[47] Alcuin, Epistolae 100
[48] Albert Stanburrough Cook, Theodore of Tarsus and Gislenus of Athens, Philological Quarterly, 1923, σελ. 20
[49] Ananias of Shirak (A.D. 600-650), Autobiography (1897) Byzantinische Zeitschrift 6, pp.572-4, Translated by F. C. Conybeare (δες και Byzantine civilization, Steven Runciman, εκδόσεις University Paperbacks, σελ. 225)
[50] Science in the Seventh-Century Armenia: Ananias of Sirak, Isis, vol. 59, Spring 1968, σελ. 34
[51] ό.π. σελ. 35
[52] Ananias of Shirak (A.D. 600-650), Autobiography (1897) Byzantinische Zeitschrift 6, pp.572-4, Translated by F. C. Conybeare, σελ. 573
[53] Science in the Seventh-Century Armenia: Ananias of Sirak, Isis, vol. 59, Spring 1968, σελ. 35
[54] Julian and Justinian and the Unity of Faith and Culture, Granville Downey, Church History, vol. 28, 1959, σελ. 345
[55] ό.π. σελ. 346
[56] ό.π. σελ. 346
[57] Persecution and Response in late Paganism: The Evidence of Damascius, Polymnia Athanassiadi, Journal of Hellenic Studies, vol. 113, 1993, σελ. 13
[58] Byzantine Civilization, Steven Runciman, σελ. 109
[59] Theodora, Empress of Byzantium, Paolo Cesaretti, σελ. 117
[60] Persecution and Response in late Paganism: The Evidence of Damascius, Polymnia Athanassiadi, Journal of Hellenic Studies, vol. 113, 1993, σελ. 16
[61] Ζαχαρίας Σχολαστικός, Vita Severi, PO 2,1, 15-35
[62] Δαμάσκιος, Vita Isidori 277, frr. 313-314, 317, 334
[63] Ζαχαρίας Σχολαστικός, Vita Severi, pp. 15-35 ή και Fowden σελ. 54
[64] Roman Questions, Byzantine Answers, Michael Maas, The Cambridge Companion to the Age of Justinian, ed. Michael Maas, Cambridge University Press, 2005, σελ. 17-18
[65] H.A.S. Tarrant, Cultural and religious continuity: 2. Olympiodorus and the Surrender of Paganism, in L. Garland (ed.), Conformity and Non-conformity in Byzantium, Byzantinische Forschungen XXIV (1997), σελ. 191
[66] ό.π. σελ. 192
[67] Christian Wildberg, Philosophy in the Age of Justinian, The Cambridge Companion to the Age of Justinian, Cambridge University Press 2005, σελ. 321
[68] Alan Cameron, The Last days of the Academy at Athens, Proceedings of the Cambridge Philological Society, vol. 195, 1969, σελ. 15
[69] Garth Fowden, The Pagan Holy Man in the Late Antique Society, The Journal of Hellenic Studies, vol. 102, 1982, σελ. 38
[70] Guglielmo Cavallo, Theodore of Tarsus and the Greek Culture of his Time, Cambridge Studies in Anglo-Saxon England, Archibishop Theodore, σελ. 58
[71] Alan Cameron, The Last Days of the Academy at Athens, Proceedings of the Cambridge Philological Society, vol. 195, 1969, σελ. 9
[72] Garth Fowden, The Pagan Holy Man in the Late Antique Society, The Journal of Hellenic Studies, vol. 102, 1982, σελ. 46, υποσημείωση 103
[73] Christian Wildberg, Philosophy in the Age of Justinian, The Cambridge Companion to the Age of Justinian, Cambridge University Press 2005, σελ. 323
[74] Guglielmo Cavallo, Theodore of Tarsus and the Greek Culture of his Time, Cambridge Studies in Anglo-Saxon England, Archibishop Theodore, σελ. 60
[75] Christian Wildberg, Philosophy in the Age of Justinian, The Cambridge Companion to the Age of Justinian, Cambridge University Press 2005, σελ. 335-336
[76] Philosophical History, 146B
[77] ό.π. 45B, 117C, 119J
[78] ό.π. σελ. 126B, 126C-E
[79] Polymnia Athanassiadi, Persecution and Response in Late Paganism, the Evidence of Damascius, Journal of Hellenic Studies, vol. 133, 1993, σελ. 20
[80] Edward Watts, Justinian, Malalas and the End of Athenian Philosophical Teaching in A.D. 529, Journal or Roman Studies, vol. 94, 2004, σελ. 180
[81] Edward Watts, Where to Live the Philosophical Life in the Sixth Century: Damascius, Simplicius, and the Return from Persia, Greek, Roman, and Byzantine Studies 45 (2005), pp. 285-315

Friday 8 June 2007

Περι του θεου Διονυσου

Πρωτού αρχίσω την ανάλυση του συμβολισμού του θεού Διονύσου, να πω ότι οι απόψεις μου προέρχονται κυρίως από την Ορφικοπυθαγόρια Παράδοση και άρα η ερμηνεία του θεού γίνεται κάτω από το πρίσμα των Ορφικοπυθαγόριων αλλά και των Πλατωνικών/Νεοπλατωνικών.

Ο Διόνυσος είναι υιός του θεού Διός και της Νύμφης Σεμέλης, θυγατέρα του Κάδμου, ο οποίος έκτισε τις εφτά πύλες της Θήβας. Ο Ζευς συμβολίζει το πρωταρχικό Κοσμικό Πυρ, το οποίο ενώνει, ζευγνύει και συγκροτεί τα πάντα, δίνοντας μορφή στον Κόσμο. Η Σεμέλη (που ήδη κυοφορεί το θεό Διόνυσο) συμβολίζει το ψυχικό ανθρώπινο πλάσμα, ερωτεύεται το Ζευ και του ζητάει να εμφανισθεί εμπρός της όπως εμφανίζεται ενώπιων της συζύγου του Ήρας. Και έτσι γίνεται. Αλλά η Σεμέλη δε δύναται να αντέξει τη λάμψη του Κοσμικού Πυρός και κατακαίγεται από αυτό. Ο θεός Ζευς σώζει το Διόνυσος ως έμβρυο και τον τοποθετεί στο μηρό του. Πλέον ο Διόνυσος φέρει μέσα του το θεϊκό στοιχείο του Ζηνός.

Η λέξη «Διόνυσος» αποτελεί και αναγραμματισμό του «Διός Νους». Αυτός ο Νους είναι το μέσον το οποίο θα βοηθήσει στην πραγμάτωση της θέωσης, δηλαδή το να φτάσει ο άνθρωπος (η ψυχή του ανθρώπου) στο ίδιο επίπεδο συνειδητότητας με τους θεούς, το να γίνει δηλαδή και ο ίδιος ο άνθρωπος (ο φορέας της ψυχής) θεός. Η δε ανθρώπινη υπόσταση από την πλευρά της μητέρας του, μας δείχνει ότι το γήινο σώμα είναι αρρήκτως δεμένο και έχει στενή επαφή με το θεϊκό στοιχείο. Είναι ο φύλακας της ψυχής (όπως για παράδειγμα η μητέρα είναι ο φύλακας του εμβρύου όταν το κυοφορεί) που θα βοηθήσει την ψυχή να θεωθεί όταν έλθει η ώρα της (όσο πιο υγιές και εύρωστο είναι ένα σώμα τόσο πιο εύκολο είναι να φτάσει στη θέωση ο άνθρωπος διότι τόσο πιο εύκολο είναι να λειτουργήσει ο Λόγος. Ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε συνεχή κάματο ή πόνο, δεν μπορεί να σκεφτεί πώς να εξελίξει το νου του παρά πως να βρει τρόπους να απαλλαγεί από το άλγος. Χρειάζεται δηλαδή την Επικούρια ηδονή, να μην πονούμε και να μη μας ταράζει τίποτα, το «μακαρίως ζην» [Επίκουρος – Επιστολή προς Μενοικέα]). Γι' αυτό και ο Διόνυσος επονομάζεται και Ζαγρεύς, δηλαδή κυνηγός που «κυνηγάει» τις ψυχές και τις οδηγεί προς την έξοδο από το σώμα ώστε να φτάσουνε στη θέωση, καθιστάμενος Λυτήριος ή Λυσεύς (αλλά και Ελευθερεύς).

Ο παραπάνω βεβαίως είναι και ο λόγος που ο Διόνυσος δε βρίσκεται στο κλασσικό Ολύμπιο Δωδεκάθεο, δεν είναι ολύμπιος θεός διότι η «φύση» του είναι διττή, θεϊκή και ανθρώπινη, ενώ οι ολύμπιοι θεοί έχουνε μόνο θεϊκή φύση. Βεβαίως όταν λέω εδώ ότι έχει διττή φύση δεν εγκολπώνομαι δυϊστικές απόψεις καθώς και οι θεοί και οι άνθρωποι είναι ίδιας ουσίας αλλά διαφορετικού επιπέδου. Ο Διόνυσος είναι χθόνιος θεός που ρυθμίζει και καθοδηγεί τη φυσική εξέλιξη της ψυχής έως ότου αυτή τελειωθεί και εισέλθει στον Όλυμπο (το ανώτατο συνειδησιακό επίπεδο).

Ο θεός Διόνυσος μοιραζότανε και το Δελφικό έτος με το θεό Απόλλων. Ο Πλούταρχος στο «Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς» (388 e) αναφέρει διαρρήδην ότι τα δελφικά πράγματα αφορούνε όχι μόνο το θεό Απόλλωνα αλλά και το θεό Διόνυσο. Εννέα μήνες του έτους οι Δελφοί ήτανε αφιερωμένοι στον Απόλλωνα, τους υπόλοιπους τρεις (το Χειμώνα, ήτοι όταν ο Απόλλων έφευγε στην Υπερβορέα) ο Διόνυσος ήτανε ο αποκλειστικός κύριος του Μαντείου.

Ο Χειμώνας συμβολίζει την παραμονή της ψυχής στη γη (όταν δηλαδή γίνονται οι διεργασίες για τη θέωση), η Άνοιξη και το Φως την επίδραση του θεού Απόλλωνος πάνω στην ψυχή. Επίσης ο Χειμώνας, λόγω του ότι είναι μια δύσκολη εποχή, συμβολίζει και τις αντιξοότητες του βίου. Όπως ο βίος του ανθρώπου δυσκολεύει κατά τη διάρκεια του Χειμώνα έτσι και ο Διόνυσος δρα καθώς η ψυχή περνάει «αντιξοότητες» (διαδοχικές ενσαρκώσεις) μέχρι να φτάσει στην τελείωση.

Οι παραπάνω είναι και οι λόγοι που ο κισσός είναι το ιερό φυτό του θεού Διόνυσου. Ανθίζει το Φθινόπωρο και δε χρειάζεται το ηλιακό φως για να ωριμάσει. Η ωρίμανση γίνεται το Χειμώνα και στη σκιά, όπως και ο άνθρωπος εξελίσσεται και τελειοποιήται στη σκιά, δηλαδή στον ετερόφωτο χοϊκό χώρο (τη γη) [Παν. Μαρίνης, Η ελληνική θρησκεία, σελ. 649] (ο Όλυμπος είναι ο αυτόφωτος χώρος).

Ο κισσός χρειάζεται και υγρασία για να αναπτυχθεί και εδώ βλέπουμε και έναν συμβολισμό που είναι διάχυτος στην ελληνική Γραμματεία, τη Συνεχή Ουσία ή Ύδωρ. Ο Πορφύριος αναφέρει [Περί του άντρου των Νυμφών, 5] ότι το ρέον ύδωρ, η υγρασία των σπηλαίων, συμβολίζει την αμορφοποίητη ύλη, λόγω της ρευστότητάς του. Ο Πλούταρχος [Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 365Α) αναφέρει ότι οι Έλληνες δε θεωρούνε τον Διόνυσο μόνο κύριο του οίνου «αλλά και πάσης υγράς φύσεως». Έτσι και η ψυχή, στην αρχή είναι ακόμα «υγρή», «ρευστή», αμορφοποίητη και όταν αρχίζει και ενεργεί ο θεός Διόνυσος η ψυχή αρχίζει και εξελίσσεται.

Ο μύθος λέει ακόμα ότι όταν ο Διόνυσος ήταν μικρό παιδί τον διαμέλισαν και κατασπάραξαν οι Τιτάνες ενώ έπαιζε με τα παιγνίδια του (για την ακρίβεια ενώ κοιτούσε τον εαυτό του στον καθρέπτη), έναν καθρέπτη, ζάρια, χρυσά μήλα, κουκουνάρι και ένα κουβάρι μαλλί. Το μόνο που παραμένει άθικτο είναι η καρδιά του την οποία την παίρνει η θεά Αθηνά (η θεά της Σοφίας, η θεά που θα αναλάβει την ψυχή αφού αυτή τελειωθεί και έχει αποκτήσει σοφία, δηλαδή πλατειά εμπειρία και βαθειά γνώση των πραγμάτων) και την τοποθετεί μέσα σε ένα αργυρό κουτί.

Η καρδιά εδώ συμβολίζει την ίδια την ψυχή, που απομένει αφού εξέλθει εκ του σώματος. Αργότερα στο μύθο με τη βοήθεια του θεού Διός ο θεός Διόνυσος επαναποκτάει τα ακρωτηριασμένα μέλη του και ανασταίνεται, δηλαδή η Ψυχή «ανασταίνεται» με το να εισέλθει σε άλλο σώμα για να συνεχίσει τον κύκλο των διαδοχικών μετενσαρκώσεων έως ότου τελειωθεί. Το δε αργυρό κυτίο συμβολίζει την προστασία και την καθοδήγηση της θεάς Αθηνάς αφού η ψυχή τελειωθεί.

Οι Τιτάνες συμβολίζουνε τα ανθρώπινα ορμέμφυτα, τις έμφυτες δηλαδή ορμές που δεν αφήνουνε την ψυχή να τελειωθεί με γοργούς ρυθμούς. Κατά τη διάρκεια όμως της ανθρώπινης εξέλιξης και μέσα από αυτά τα ορμέμφυτα γεννιέται το ορμέμφυτο της Διανοιας (θεός Δίας) που θα υποτάξει τα υπόλοιπα. Από το Δία προέρχεται και ο θεός Διόνυσος, που οι Τιτάνες δεν μπορούνε να τον καταστρέψουνε πλήρως, τα ζωώδη ένστικτα δηλαδή δεν μπορούνε να νικήσουνε το Νου, το Λόγο (δηλαδή το θεό Δία και κατ' επέκταση δεν μπορούνε να καταστρέψουνε ούτε το Διόνυσο, την ψυχή). Πλέον με τη βοήθεια του Τιτάνα Δίος και του θεού Διονύσου ο άνθρωπος έχει εξελιχθεί από άνθρωπο-ζώο σε άνθρωπο-θεό.

Ο Πλωτίνος στις Εννεάδες (Εννεάδες, 4, 12) εξηγεί και το συμβολισμό του καθρέπτη στον οποίο κοιτούσε ο Διόνυσος πρωτού διαμελιστεί. Λέει ότι οι ψυχές των ανθρώπων βλέποντας τα είδωλά τους στον καθρέπτη του Διονύσου κατέβηκαν κάτω στη γη χωρίς όμως να αποκοπούνε από το Όντως Ον. Ο καθρέπτης εδώ συμβολίζει δύο πράγματα α) τη σύνδεση της ψυχής με τους θεούς και β) τη στιγμή που η ψυχή εμφανίζεται στον άνθρωπο.

Με το α) εννοείται ότι όπως το είδωλο φαίνεται στον καθρέπτη χωρίς όμως να είναι αποκομένο (δύο όψεις του ίδιου προσώπου), έτσι και η ψυχή υπάρχει στον άνθρωπο χωρίς να έχει αποσυνδεθεί από την πρωταρχική πηγή, και όχι μόνο αυτό, αλλά η ψυχή έχει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά και ουσία με το θεούς παρ' όλο που έχει ενσαρκωθεί σε ανθρώπινο σώμα. Η μόνη διαφορά της είναι ότι βρίσκεται σε χαμηλότερο (συνειδησιακό) επίπεδο από αυτό των θεών.

Το β) είναι πιο εύκολο να κατανοηθεί, όπως το είδωλο ενός ανθρώπου εμφανίζεται στον καθρέπτη όταν αυτός κοιτάζει στον καθρέπτη, έτσι και η ψυχή “εμφανίζεται” (ενσαρκώνεται) στον άνθρωπο, και συγκεκριμένως στο έμβρυο όταν αρχίζει να χτυπάει η καρδιά του.

Μία άλλη ενδιαφέρουσα ερμηνεία μας δίνει ο Δαμάσκιος λέγοντας «όταν ο θεός Διόνυσος προέβαλε την αντανάκλαση του εαυτού του στον καθρέπτη, την ακολούθησε κι έτσι διεσκορπίσθη παντού στο Σύμπαν. Ο θεός Απόλλων τον περιεμάζεψε και τον επανέφερε πίσω στον ουρανό, διότι αυτός είναι ο εξαγνιστή θεός και σωτήρας του Διονύσου και γι' αυτόν τον λόγο εορτάζεται ως ο «Διόνυσος Χορηγός» (Διονυσοδότης). Κι όπως η Κόρη, έτσι και η Ψυχή κατεβαίνει για να ενσαρκωθεί και, όπως ακριβώς ο Προμηθεύς και οι Τιτάνες, προσδένεται κι αυτή στο ανθρώπινο σώμα, απελευθερώνεται δε μόνο αφού αποκτήσει τη δύναμη του Ηρακλέους και περιμαζεύσει τον εαυτό της με τη βοήθεια του θεού Απόλλωνος και της θεάς Αθηνάς... δηλαδή μέσω των πραγματικώς εξαγνιστικών φιλοσοφιών» [Δελφοί, η φωνή από το ιερό κέντρο, εκδόσεις Ανοιχτή Πόλη, Μάιος 2001, σελ. 16] .

Συντροφιά του θεού Διόνυσου είναι οι Σάτυροι και οι Μαινάδες, οι οποίοι είναι εξελιγμένες ψυχές που βοηθούνε τον Διόνυσο στο έργο του αλλά και υποβοηθούνται από αυτόν στην πορεία της πνευματικής τους ανέλιξης και αθανατοποίησης.

Οι Σάτυροι, αν ερμηνευτούνε σε θεϊκό επίπεδο (γιατί άλλος είναι ο συμβολισμός σε ανθρώπινο και άλλος σε θεϊκό επίπεδο) συμβολίζουνε τη μετάβαση της ψυχής από άνθρωπο σε θεό. Ο Παναγιώτης Μαρίνης [Η ελληνική θρησκεία, εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήνα 2005, σελίδα 644] αναφέρει σχετικώς με τους Σάτυρους «Οι Σάτυροι παρουσιάζονται κατά τρόπον εναργώς περιγράφοντα το τελούμενον έργον της αθανατοποιήσεως. Ας προσέξουμε ότι, πάντοτε, εις τη μυθολογικήν εικονογραφία πρέπει να θεωρούμε ότι εικονίζεται ένα επίπεδο κατώτερο από αυτό το οποίον εννοεί. Ένα ον, το οποίον είναι κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το ήμισυ ζώον, ως οι Κένταυροι και οι Σάτυροι, είναι, εις την πραγματικότητα, εξ ημισείας άνθρωπος και θεός. Εις τους Σάτυρους, από την ανθρώπινη φύσι (η οποία εικονίζεται ως ζώον) ανελίσσεται η θεία (η οποία εικονίζεται ως άνθρωπος). Το ζωώδες τμήμα εικονίζει πάντοτε ζώον ταχύπουν (σάτυροι με σώμα αιγός ή ιπποσάτυροι) δια να γίνει αντιληπτόν ότι η υπό τελείωσιν ψυχή δύναται να κινείται ταχύτατα και σχετικώς ελεύθερα εκτός του σώματος και ακόμα έχουνε μεγάλα ώτα, «ζωώδη», διότι τα ζώα έχουνε οξύτατη ακοή, δια να καταδειχτεί ότι ο άνθρωπος, γενόμενος θείον ον, αποκτά ιδιότητες υπερ-αισθητικής προσλήψεως παραστάσεων, «έκτη αίσθηση». Έχουν, επίσης, και δύο κέρατα, δια να δείξουν ότι θα συνεχίσουν την πορεία των εισχορώντως εις ανώτερα, ακόμη, πεδία. Είναι δε ιθυφαλλικοί, διότι, ως έχομεν εξηγήσει, όλη αυτή η μεταμόρφωσις είναι λειτουργία γεννητική, η οποία καθίσταται δυνατή δια της μεταλλαγής και χρήσεως, προς συνένωσιν των ψυχικών κέντρων, της ενεργείας του γεννητικού ψυχικού κέντρου. Οι Σάτυροι, επομένως, είναι η εικόνα των τέλειων μυστών, οι οποίοι φθάνουν να γίνουν θεία όντα, τρέχουν δια να δείξουν ότι ο μύστης τελειούται μέσα από την κίνησι, τη δράση, τα έργα (αποκλείεται η ακινησία, η «θεωρία», το «ερημητήριον») και επιπροσθέτως ότι η ώριμη ψυχή αποκτά την ιδιότητα της ταχείας αυτονόμου κινήσεως εκτός του σώματος. Πεδίον δε της δράσεως των είναι οι υψηλότερες κορυφές των ορέων, οι οποίες συμβολίζουν πάντοτε τις ανώτερες πνευματικες σφαίρες του ανθρώπου, είναι, δηλαδή, τέλειοι φιλόσοφοι».

Και συνεχίζει ο Παναγιώτης Μαρίνης, λέγοντας για τις Μαινάδες ότι «υπάρχουνε βεβαίως και οι Μαινάδες, οι οποίες γαλουχούν άρρενα πάντοτε βρέφη, ζώων ή ανθρώπων, ενίοτε όμως τα ξεσχίζουν («ωμοφαγία»). Οι Μαινάδες είναι η τροφική φύσις του θεού αλλά και οι θείες εκείνες οντότητες που υποβοηθούν το έργον Του – οι «τελεστικοί» θεοί των Χαλδαϊκών Λογίων. Άρρεν βρέφος δε, ο ψυχικός οργανισμός, τον οποίον ο θεός διατρέφει, αλλά και ενίοτε απορρίπτει, όταν υπάρχει εξελικτική παλινδρόμησις, αλλά και ξεσχίζει και καταβροχθίζει το σώμα, δια να αναδειχθεί η τελειωθείσα ψυχική μονάδα («βρεφοκτόνος»)».

Βιβλιογραφία

Walter Fiedrich Otto – Dionysus: Myth and Cult
Ντ. Φίντλερ - Δελφοί, η φωνή από το ιερό κέντρο
Παν. Μαρίνης – Η ελληνική θρησκεία
Πλωτίνος – Εννεάδες
Πλούταρχος – Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς
Επίκουρος – Επιστολή προς Μενοικέαν
Πλούταρχος – Περί Ίσιδος και Οσίριδος
Πορφύριος – Περί του άντρου των Νυμφών

Tuesday 29 May 2007

Περί της υποτιθέμενης ομιλίας του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο

Πολλοί υποστηρίζουνε ότι ο Απόστολος Παύλος κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα οδηγήθηκε και μίλησε στον Άρειο Πάγο για τον “άγνωστο θεό” των Ελλήνων (τον οποίο, υποτίθεται, λάτρευαν ήδη οι Έλληνες εν αγνοία τους, υπάρχει μάλιστα και σχετική πινακίδα από το υπουργείο πολιτισμού δίπλα στον Άρειο Πάγο!!). Υποστηρίζουνε ακόμα πολλοί ότι εκεί διαδώθηκαν τα πρώτα ψήγματα χριστιανισμού και μάλιστα κάποιοι από τους Αρεοπαγίτες ακολούθησαν αυθωρεί τον Παύλο μετά το κήρυγμά του.

Κατ' αρχάς να πούμε ότι στον Άρειο Πάγο για πρώτη φορά δικάστηκε ο θεός Άρης (και αθωώθηκε) για το φόνο του Αλιρρόθιου, υιού του Ποσειδώνα, διότι ο Αλιρρόθιος προσπάθησε να βιάσει την Αλκίππη, θυγατέρα του Άρη [Παυσανίας, Α 21.4 και Α 28.5 καθώς και Απολλόδωρος Γ 14.2]. Ήτανε ιερό μέρος για τους Αθηναίους και εκεί εκδικάζονταν τα πιο ανόσια και απεχθή εγκλήματα (φόνοι εκ προμελέτης, και πατρο/μητρο/παιδοκτονίες) τα οποία άπτονταν θρησκευτικών ζητημάτων. Οι άλλες, πιο ελαφριές παραβάσεις εκδικάζονταν στην Ηλιαία και στα άλλα Αθηναϊκά δικαστήρια.

Κάθε δολοφόνος θεωρούτανε μιαρό πρόσωπο σύμφωνα με τις ελληνικές πεποιθήσεις και έτσι οι συνεδριάσεις του Αρείου Πάγου γινότανε μόνο τη νύχτα (και μάλιστα κατά τις ασέληνες νύχτες) διότι η όψη του φονιά δεν έπρεπε να μολύνει τους δικαστές και το ακροατήριο [Μ.Β. Σακελλαρίου, “Η Αθηναϊκή δημοκρατία”, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2000, σελίδα 317]. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως οι εκδικάσεις που γινότανε στον Άρειο Πάγο είχανε θρησκευτική χροιά.

Γνωρίζοντας πλέον τι ακριβώς ήτανε και αντιπροσώπευε ο Άρειος Πάγος, δύο πράγματα θα μπορούσανε να συμβούνε

α) Ή ο Παύλος ποτέ δεν προσήχθη στον Άρειο Πάγο ή β) διέπραξε κάποιον φόνο.

Δεν ήτανε δυνατόν να αναπτύξει τις θρησκευτικές του ιδέες στον Άρειο Πάγο διότι απλώς ο Άρειος Πάγος δεν προσφερότανε για θεολογικές συζητήσεις. Αυτό είναι κάτι που έπρεπε να γίνει στην αγορά της Αθήνας. Αν υποθέσουμε δε ότι ο συγγραφέας των Πράξεων αναφέρεται στον Άρειο Πάγο ως δικαστικό σώμα, πάλι πρέπει να μπούμε σε σκέψεις γιατί θα έπρεπε να μιλήσει μπροστά σε δικαστές και όχι στο ακροατήριο της αγοράς; Τα δικστήρια είναι για να δικάζουνε και όχι για να ακούνε τις πεποιθήσεις του καθενός, ασχέτως πόσο σύμφωνες ή ασύμφωνες είναι με το πνεύμα της εποχής.

Το επίμαχο σημείο στις Πράξεις των Αποστόλων [17.19] λέει “επιλαβόμενοί τε αυτού επί τον Άρειον Πάγον ήγαγον...”. Η λέξη “επιλαβόμενοι” είναι μετοχή του ρήματος “επιλαμβάνω” το οποίο σημαίνει λαμβάνω επί τινί, λαμβάνω κέρδος, καταλαμβάνω, προσβάλλω, φθάνω, εκτείνομαι, πιάνω, κρατώ, σταματώ (ιδία με αιτιατ.), μεσ. και παθητ. με γεν. πιάνομαι, κρατούμαι από, επιλαμβάνομαι τινός, προσβάλλω, επιτίθεμαι, καταλαμβάνω, συλλαμβάνω, δράττομαι, πιάνω, επιχειρώ, εγγίζω, διακόπτω, αντιλέγω [Π.Χ. Δορμπαράκη, Επίτομον λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, Εκδόσεις Εστία, 2003].

Βλέπουμε ότι μία από τις ερμηνείες τη λέξεως είναι και το ρήμα διακόπτω. Είναι πολύ λογικό οι Αθηναίοι να διέκοψαν τον Παύλο την ώρα που μιλούσε και να τον ρωτήσανε περισσότερα για τις θεωρίες του, παρά να τον συλλάβανε και να τον σύρανε στον Άρειο Πάγο. Απλώς ο συγγραφέας των Πράξεων, ήθελε να προσδώσει κύρος και αυθεντικότητα στο λόγο του Παύλου, ώστε να δικαιολογήσει παρακάτω τη θριαμβευτική κατάληξη του προσηλυτισμού του Διονύσιου (“Αρεοπαγίτη”) και της Δάμαρις στο χριστιανισμό.

Αποκαλεί τους Αθηναίους “δεισιδαιμονεστέρους” [17.22], δηλαδή μεταξύ των άλλων και “πλήρεις φανατισμού” [Π.Χ. Δορμπαράκη ο.π.] τη στιγμή που ένα χωρίο παρακάτω μιλάει για τον “Άγνωστο θεό”. Οξύμωρο ακούγεται, πως είναι δυνατόν θρησκευτικώς αδιάλλακτοι και πωρωμένοι άνθρωποι να αφήνουνε χώρο για έναν “άγνωστο θεό”. Άλλη μία από τις ασυναρτησίες του συγγραφέα των Πράξεων.

Βεβαίως και αυτός ο υποτιθέμενος βωμός στον “Άγνωστο θεό” ουδέποτε υπήρξε. Ο Παυσανίας [Α 1.4] αναφέρει ότι στη Μουνιχία (το σημερινό Μικρολίμανο) υπάρχουνε βωμοί αφιερωμένοι στους άγνωστους θεούς (βωμοί δε θεών τε ονομαζομένων Αγνώστων). Είναι λογικό να υπήρχανε αυτοί οι βωμοί για τους αλλοδαπούς ναυτικούς που καταφθάνανε κάθε μέρα στο λιμάνι της Μουνιχίας. Όταν δεν υπήρχε ναός να λατρέψουνε τους θεούς τους οι (“δεισιδαίμονες” κατά τα άλλα) Αθηναίοι τους παραπέμπανε στους βωμούς των αγνώστων θεών.

Και συνεχίζει ο συγγραφέας των Πράξεων τα φληναφήματά του λέγοντας ότι ο θεός αυτός έφτιαξε τους τόπους και τους χρόνους για να μπορούνε οι άνθρωποι να τον ψηλαφήσουνε(!!) και να τον βρούνε γιατί βρισκόμαστε όλοι μέσα του, όπως είπανε και στο παρελθόν κάποιοι από τους ποιητές των Ελλήνων. Και ότι το θείο δεν είναι όμοιο με τα χαράγματα πάνω σε αργυρό και χρυσό.

Κατ' αρχάς ποιοί ποιητές τα είπανε αυτά; Ποιά τα ονόματά τους; Τα έργα τους; Γιατί δε δίνει παραπομπές ο άγνωστος συγγραφέας των Πράξεων; Και κατά δεύτερον αυτό το ψηλαφήσουνε τί ακριβώς σημαίνει; Μόνο τον γέλώτα μπορεί να προκαλέσει. Είναι δυνατόν ποτέ οι Έλληνες του Λόγου και της Παρατήρησης να πιστέψανε ακρίτως αυτά τα λόγια; Είναι δυνατόν ποτέ οι Έλληνες να νομίζανε ότι η τέχνη από αργυρό ή χρυσό είναι οι θεοί οι ίδιοι;

Ο Παύλος εδώ ενεργεί ως στρεψοδίκης (κάνει το άσπρο μαύρο) και κάνει έναν πολύ πονηρό ελιγμό. Επιμετράει πρώτα στους Έλληνες ψευδές πεποιθήσεις και ιδέες, που ποτέ δεν υφίσταντο, και μετά προτείνει τρόπους αναθεώρησης αυτών των ιδεών! Και όχι μόνο αυτό αλλά τους συγχωρεί και τους προτείνει κι όλας να μετανοήσουνε!! [17.30]. Δηλαδή, δεν πειράζει που τα κάνατε αυτά, αφού είχατε άγνοια, αλλά τώρα που σας είπα εγώ το σωστό μετανοήστε και ακολουθήστε με. Ενοχοποιεί δηλαδή δολίως το υποψήφιο θύμα του για να του αποσπάσει ευπείθια και μωροπιστία.

Και αφού τελείωσε το λόγο του “εξήλθεν εκ μέσου αυτών” [17.33] που σημαίνει ότι ούτε πάνω στον Άρειο Πάγο ήτανε αλλά ούτε μπροστά σε δικαστήριο μιλούσε. Αν ήτανε πάνω στον Άρειο Πάγο θα έπρεπε να πει ο συγγραφέας ότι ο Παύλος κατέβηκε από αυτόν. Αν μιλούσε μπροστά σε δικαστικό σώμα γιατί να βγει "εκ μέσου αυτών"; Στο δικαστικό σώμα δεν είσαι στο μέσον των δικαστών αλλά εμπρός τους. Και τελειώνει ο συγγραφέας των Πράξεων λέγοντας ότι κάποιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης και κάποια Δάμαρις “κολληθέντες αυτώ επίστευσαν”.

Βεβαίως το να πιστέψει κάποιος Αρεοπαγίτης με τη μία τον απόστολο Παύλο ακούγεται αρκετά παράτυπο και αντιφατικό. Οι Αρεοπαγίτες ήτανε Αθηναίοι πολίτες οι οποίοι είχανε εκλεγεί σε ένα από τα αξιώματα των Εννέα Αρχόντων. Η προσφώνησή μέλους του Αρείου Πάγου ποτέ δεν ήτανε “Αρεοπαγίτης” γιατί το να είσαι μέλος του Αρείου Πάγου δεν ήτανε αξίωμα αλλά καθήκον. Αν ποτέ τύχαινε να προσφωνούνε κάποιον Αθηναίο πολίτη με τιμητική διάκριση αυτή θα ήτανε “Άρχων” και όχι “Αρεοπαγίτης”.

Ο Αριστοφάνης στην κωμωδία “Σφήκες” παρουσιάζει έναν δικομανή που δικάζει κύνες, αλέκτορες, γαϊδάρους και γάτες, αποκαλώντας τον "μεγάλο και σπουδαίο Ηλιαστή", πράγμα που σημαίνει ότι οι Αθηναίοι συνήθιζαν να δίνουνε τέτοιου είδους παρατσούκλια σε γραφικούς. Γιατί να μην ήτανε και ο Διονύσιος ένας τέτοιος; Πιο λογικό φαίνεται αυτό παρά το ότι ένας μορφωμένος και οξυδερκής Αρεοπαγίτης πραγματικώς προσηλυτίστηκε από το λόγο του Παύλου.

Όσο για τη Δάμαρις, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι αυτό το όνομα δεν είναι ελληνικό, παρά εξηλληνισμένος τύπος του ιουδαϊκού ονόματος “Θαμάρ”, που σημαίνει ότι δεν ήτανε Ελληνίδα αλλά κάποια Ιουδαία μέτοικος στην Αθήνα.

“Κολλήθηκαν” (δηλαδή συνδέθηκαν στενώς) λοιπόν ο Διονύσιος και η Δάμαρις με τον Παύλο και αργότερα, όταν ο χριστιανισμός άρχισε να κερδίζει έδαφος, οι μετέπειτα συγγραφείς της Καινής Διαθήκης οβελίσανε διάφορα κομμάτια παραβλέποντας τις αντιφάσεις και τις ασυναρτησίας που αυτά προκαλούνε. Έτσι εξηγείται και η δήθεν ομιλία του Παύλου στον 'Αρειο Πάγο.

Βιβλιογραφία

Οι περισσότερες πληροφορίες πάρθηκαν από το βιβλίο του Μάριου Βερέττα “Η ύποπτη “επίσκεψη” του Απόστολου Παύλου στην Αθήνα”
Παυσανίας – Ελλάδος περιήγησης – Αττικά
Απολλόδωρος – Βιβλιοθήκη
Μ.Β. Σακελλάριος - “Η Αθηναϊκή δημοκρατία”

Saturday 5 May 2007

Η ΑΠΟΚΡΙΣΗ

Σήμερα απλώς θα ανεβάσω ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά, με τίτλο "Η απόκριση"

Η ΑΠΟΚΡΙΣΗ

Αμαδρυάδες, πάρτε με κι ακούστε με, Αιγιπάνες,
γάμου κρεββάτια στρώθηκαν, σπαράζει η λαγκαδιά,
να τ’ Ανθεστήρια! κελαϊδούν οι δελφικοί παιάνες,
πλέκονται λάγνα ειδύλλια σε δάση αρκαδικά.
Η μέθη η διονύσια ξεσπάει, λυσσάει, και λάμπει
ως που είν’ η πλάση, και από που; Δεν ξέρω αν είμ’ εγώ,
ο μέγας Παν εχώρεσε στην αγκαλιά μου, ω θάμπη!
Με των στοιχείων την άγρια, την άγια ζήση ζω.
Το δώρο των υπέρκαλων γαλήνιων οραμάτων,
ω Χρυσομίτρα, μου έφεραν οι τρεις θεές κ’ οι εννιά
στα μέτωπα και στ’ άχραντα κορμιά των αγαλμάτων
την αφρογένεια χόρτασα των όλων Ομορφιά.
Ακούω τ’ αηδόνια, αντιλαλούν τ’ αηδόνια οι Σοφοκλήδες,
Αισχύλειοι, ωκεάνειοι, ω γόοι προφητικοί!
Σε μια ματιά ολοπράσινες αγνάντια μου Ατλαντίδες
γεννιούνται από την άβυσσο και χάνονται σ’ αυτή.
Θαλασσομάχοι Φοίνικες με φέρανε από πέρα,
ο χαροκόπος είμ’ εγώ κι ο κοσμογυριστής
τέχνες, μιλήματα, είδωλα ξαφνίζουν τον αέρα.
Νυφάδες, αγκαλιάστε με, Σάτυροι, ακούστ’ εσείς.
Και Σάτυροι και Κένταυροι, νυφάδες Αμαδρυάδες,
κ’ οι Ελλάδες οι χρυσόλαλες μου είπαν με μια φωνή,
μέσ’ από χώρες και βουνά, δάση, κορφές, πεδιάδες:
«Για σε το αθάνατο κρασί δεν είναι, ω μεθυστή!»
Και η Ταναγραία η λυγερή και η φοβερή Κασσάντρα,
Μαινάδες κισσοστέφανες, Ολύμπιοι θεοί,
απ’ τη σπηλιά της Καλυψώς ως τη σοφή Αλεξάντρα,
οι Ελλάδες οι μουσόθρεπτες μου είπαν με μια φωνή:
«Σώπα, χλωμέ καλόγερε, λάλε και χαύνε, σώπα,
στο μοναστήρι γύρισε και κλείσου στο κελλί!»
Και των Πινδάρων οι ήρωες κ’ οι θέαινες του Σκόπα
γελούνε, και το γέλιο τους βροντόκραχτα αντηχεί.

Friday 16 March 2007

Περι της "παρακμης" των Ελληνων κατα τη διαρκεια της Ρωμαιοκρατειας

Κάποιοι υποστηρίζουνε ότι η Ελλάδα μετά την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους είχε πέσει σε παρακμή και κατάπτωση. Συνεχίζουνε λέγοντας δε ότι η Ελλάδα δεν παρήγαγε καθόλου έργο μέσα σε αυτούς τους αίωνες ρωμαιοκρατίας, μέχρι και την επιβολή του χριστιανισμού.

Η έρευνα για το αν αληθεύουνε τα παραπάνω έγινε από τον ΑΝΤΙΟΧΟ και πρωτοδημοσιεύθηκε στο phorum.gr προς απάντηση στο χρήστη Alexandrian.

Το κείμενο με πράσινο αναφέρεται στα επιχειρήματα του Alexandrian και από κάτω παρατίθενται οι ισοπεδωτικές απαντήσεις του ΑΝΤΙΟΧΟΥ. Όλες οι εμφάσεις στο κείμενο με πράσινο είναι του συγγραφέα (Alexandrian) και κρατήθηκαν ως έχουν. Οι εμφάσεις στις παραπομπές της απάντησης του ΑΝΤΙΟΧΟΥ είναι δικές μου.

Που ήταν η Ελλάδα μετά την κατάκτηση από τους Ρωμαίους; Μπορείς να μας πεις; Ανύπαρκτη ήταν!

5 ολόκληρους αιώνες μετά το 146 π.Χ. ήρθε ο Χριστιανισμός και η Ελλάδα ήδη, 5 αιώνες πριν ήταν ανύπαρκτη.

Γιατί λοιπόν η Ελλάδα που είχε και τους παγανιστές με το μέρος της δεν παρήγαγε έργο; Μήπως επειδή οι δομές της Πολεως κράτους είχαν εξαφανιστεί; Ασφαλώς. Και από ποιους;

Μα φυσικά από τους ομοϊδεάτες παγανιστές-Ρωμαίους.


Οι ανοησίες σου είναι απερίγραπτες. Ώστε λοιπόν, θεωρείς ότι η Ελλάδα από το 146π.α.χ.χ. μέχρι το 313μ.α.χ.χ. είναι ανύπαρκτη; Βρε τί μαθαίνει κανείς. Για να δούμε λοιπόν τί λένε οι πηγές για εκείνες τις εποχές. Αντιγράφω από την Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας των P. E. EASTERLING καί B. M. W. KNOX, από τις εκδόσεις Παπαδήμας, Αθήνα τρίτη έκδοση αναθεωρημένη, 1.999μ.α.χ.χ., καθώς καί από την Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας του ALBIN LESKY, από τις εκδόσεις Αδελφοί Κυριακίδη, πέμπτη έκδοση αναθεωρημένη, 1.981μ.α.χ.χ., έναν μικρό κατάλογο προσώπων της περιόδου της Ρωμαιοκρατίας αυτών των περιόδων, ενώ επίσης για την φιλοσοφία χρησιμοποιώ καί το βιβλίο Φιλοσοφήματα του καθηγητή Νικολάου Γ. Πολίτη, Αθήνα 2.004μ.α.χ.χ. Κατόπιν ας δούμε πόσο ανύπαρκτη ή υπαρκτή ήταν η Ελλάδα.

Στην ιστορία έχουμε

τον Πολύβιο τον Μεγαλοπολίτη
τον Κλείταρχο
τον Διόδωρο τον Σικελιώτη
τον Δούρη τον Σάμιο
τον Έφορο
τον Ιερώνυμο τον Καρδιανό
τον Νέαρχο
τον Ονησίκριτο
τον ιστορικό της Οξυρύγχου
τον Φύλαρχο
τον Ποσειδώνιο
τον Πτολεμαίο
καί τον Τίμαιο τον Ταυρομένιο.

Στην ποίηση καί την συγγραφή έχουμε

τον Φιλητά τον Κώο, ποιητή στην αυλή του Πτολεμαίου Α´ Σωτήρα καί Πτολεμαίου Β´ Φιλαδέλφου, ο οποίος ήταν διδάσκαλος του Ερμησιάνακτα, του Θεοκρίτου Συρακουρίου καί του Ζηνοδότου του Εφεσίου. Επίσης υπήρξαν
ο Αντίμαχος
ο Δημήτριος Φαληρέας
ο Αλέξανδρος Αιτωλός (από την Πλευρώνα της Αιτωλίας)
ο Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς
ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος
ο Νικίας ο Μιλήσιος
ο Απολλώνιος «Ρόδιος»
ο Άρατος ο Σόλιος από την Κιλικία
ο Ανταγόρας ο Ρόδιος
ο Μενεκράτης ο Εφέσιος
ο Νίκανδρος ο Κλάριος
ο Νουμήνιος από την Ηράκλεια
ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος
ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος
ο Διονύσιος του Καλλιφώντα
ο Αλέξανδρος Εφέσιος
ο Αριστοφάνης Βυζάντιος
ο Αρίσταρχος ο Σαμόθρακας
ο Ριανός από την Κρήτη
ο Ευφορίων ο Χαλκιδεύς
ο Μόσχος ο Συρακούσιος
ο Βίων ο Σμυρναίος
ο Ηρώδας
ο Φοίνιξ ο Κολοφώνιος
ο Κερκίδας ο Μεγαλοπολίτης
ο Μάχων ο Σικυώνιος ή Κορίνθιος
ο Τυραννίων από την Αμισό του Πόντου
ο Παρθένιος ο Νικαιώτης
ο Ισύλλος
ο Στράβων
ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας
ο Λογγίνος
ο Δημήτριος ο λεγόμενος καί περιπατητικός
ο Ερμογένης ο Ταρσεύς
ο Μένανδρος ο Λαοδικεύς που ήταν ρήτορας
ο Οππιανός ο Κιλικιεύς
ο Οππιανός ο Σύρος
ο Φλάβιος Φιλόστρατος
ο Αίλιος Αριστείδης
ο Γαληνός
ο Αρτεμίδωρος Εφέσιος
ο Πλούταρχος
ο Δίων ο Προυσσαεύς ή Χρυσόστομος
ο Μάξιμος Τύριος
ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς
ο Αλκίφρων
ο Αιλιανός ο Πραινέστιος
ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης
ο Λολλιανός
ο Αντώνιος Διογένης
ο Χαρίτων Αφροδισιεύς
ο Ξενοφών Εφέσιος
ο Ιάμβλιχος ο Σύριος
ο Αχιλλεύς Τάτιος
ο Ηλιόδωρος Αράβιος
ο Λόγγος
ο Φλάβιος Αρριανός
ο Αππιανός
ο Παυσανίας ο περιηγητής
ο Δίων Κάσσιος
ο Ηρωδιανός

είναι συγγραφείς που διαψεύδουν την θέση του φιλτάτου Αλεξανδρινού για μία νεκρή Ελλάδα εκείνη την περίοδο.

Καί ακόμη έχουμε καί τους φιλοσόφους:

Από την Ύστερη Ακαδημία καί τον Περίπατο ή Λύκειο έχουμε

τον Ξενοκράτη τον Χαλκηδόνιο
τον Αντίοχο τον Ασκαλωνίτη
τον Θεόφραστο τον Λέσβιο
τον Αριστόξενο τον Ταραντίνο που ήταν γιος μουσικού καί έγραψε τα Αρμονικά στοιχεία, τα Ρυθμικά στοιχεία καί άλλα
έργα
ο Στράτων ο Λαμψακηνός
ο Πραξιφάνης ο Μυτιληναίος
ο Επίκουρος ο Αθηναίος
ο Διογένης ο Οινοανδεύς
ο Φιλόδημος ο Γαδαρεύς.

Από τους Στωϊκούς διακρίνονται

ο Ζήνων ο Κιτιεύς
ο Κλεάνθης ο Τρωαδεύς
ο Χρύσιππος ο Σολεύς
ο Διογένης ο Βαβυλώνιος
Παναίτιος ο Ρόδιος
ο Ποσειδώνιος ο Απαμεύς
ο Επίκτητος ο Ιεραπολίτης
ο Μάρκος Αυρήλιος.

Από τους Σκεπτικούς, τους Κυνικούς καί τους άλλους φιλοσόφους, διακρίνονται οι εξής:

Σέξτος ο Εμπειρικός
Τίμων ο Φλειάσιος
Κράτης ο Θηβαίος
Βίων ο Βορυσθενίτης
Τέλης
Μένιππος Γαδαρεύς
Φίλων ο Αλεξανδρινός ή Ιουδαίος
Πλωτίνος.

Αλλά για να δούμε αναλυτικότερα την Ελληνική φιλοσοφία επί των Ελληνιστικών καί της πολυθεϊστικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τα στοιχεία που θα παραθέσω προέρχονται από το βιβλίο του πανεπιστημιακού καθηγητή Νικολάου Γ. Πολίτου Φιλοσοφήματα, Αθήνα, 2.004μ.α.χ.χ. Καταγράφω λοιπόν τους φιλοσόφους συστηματικώς, σε όνομαστικό κατάλογο:

Λύκειο

Εύδημος ο Ρόδιος, τέταρτος προχριστιανικός αιώνας
Κράτιππος, τέταρτος προχριστιανικός αιώνας
Δικαίαρχος Μεσσήνιος Ιταλιώτης
Ηρακλείδης ο Ποντικός
Αριστόξενος ο Ταραντίνος
Θεόφραστος ο Λέσβιος εξ Ερεσσού
Στράτων ο Λαμψακηνός
Λύκων ο Αστυάνακτος
Αρίστων ο Κείος
Κριτόλαος ο Φασηλίδης
Ανδρόνικος ο Ρόδιος
Κράτιππος ο Περγαμηνός
Νικόλαος Δαμασκηνός
Ξέναρχος Σελευκεύς
Κλαύδιος Πτολεμαίος
Κλαύδιος Γαληνός Περγαμηνός
Ασπάσιος
Αριστοκλής Μεσσήνιος Σικελιώτης
Ερμίνος
Σωσιγένης
Αλέξανδρος Αφροδισιεύς

Συνεχιστές του Πλάτωνος

Ξενοκράτης ο Χαλκηδόνιος
Πολέμων
Κράτης Αθηναίος
Αρκεσίλαος
Λακύδης ο Κυρηναίος
Τηλεκλής
Εύανδρος ο Φωκαεύς
Ηγησίνος ο Περγαμηνός
Καρνεάδης
Χαρμίδας
Κλειτόμαχος Καρχηδόνιος ή Ασδρούβας
Φίλων ο Λαρισαίος
Αντίοχος Ασκαλωνίτης
Άριστος ο Ασκαλωνίτης(αδελφός του Αντιόχου)
Δερκυλίδης
Εύδωρος Αλεξανδρεύς

Καί υπάρχουν καί πολλοί άλλοι φιλόσοφοι, πολλών άλλων σχολών, των οποίων δεν επαρκεί ο χώρος της εργασίας μου για να αναφέρω τα ονόματα, αλλά επιφυλάσσομαι να παρουσιάσω αναλυτική εργασία σχετικώς με την Αρχαία Ελληνική φιλοσοφία. Απλώς κάποιοι τα αγνοούν. Όσο για τις πόλεις - κράτη, δεν εξηλείφθησαν κατά τους Ελληνιστικούς Χρόνους, αλλά συνενώθηκαν στις Συμπολιτείες με κυριότερες την Αιτωλική καί την Αχαϊκή, καθώς καί τα Κοινά, με κυριότερα το Κοινό των Νησιωτών στο Αιγαίο, το Κοινό των Ηπειρωτών, το Κοινό των Βοιωτών, ενώ δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε καί τις Αμφικτυονίες, οι οποίες προϋπήρχαν.

Αλλά καί αργότερα, όταν οι Έλληνες έχασαν από τους Ρωμαίους την πολιτική καί εθνική ελευθερία τους, διετήρησαν ωστόσο την αυτοθέσμισή τους, μέχρι την εποχή του Εβραιοχριστιανικού σκοταδισμού, ο οποίος κατήργησε ανάμεσα στα άλλα καί αυτήν την αυτοθέσμιση. Αλλά αυτά φαίνεται ότι τα αγνοείς.

Που έσφαξαν τους Έλληνες και εκείνοι, οι λεγόμενοι Γραικύλοι, περίγελως στην Ρωμαϊκή ποίηση, το μόνο που έκαναν ήταν να ζητούν άδεια να υψώσουν ναούς για τη λατρεία του σφαγέα, Ρωμαίου Αυτοκράτορα.

Ποιά Ρωμαϊκή ποίηση εννοείς; Αυτήν την οποίαν, δεν καταδέχονταν οι τότε καλλιεργημένοι Έλληνες να διαβάσουν; Καί μία περί της λατρείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα ως θεού. Ξέρεις πότε αυτή εισάγεται στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία; Καί από ποιόν; Για να μάθεις λοιπόν καί λίγη ιστορία, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας από την εποχή του Οκταβιανού Αυγούστου, οπότε στις 13 Ιανουαρίου 27π.α.χ.χ. ονομάσθηκε από την σύγκλητο princeps (=ηγεμόνας), αλλά καί όλοι οι διάδοχοί του ονομάζονται principes (=ηγεμόνες), το δε πολίτευμα ονομάζεται principatus (=ηγεμονία), επειδή ο Αύγουστος καί οι διάδοχοί του συγκυβερνούν με την σύγκλητο. Ο αυτοκράτορας εκείνη την περίοδο ονομαζόταν Augustus (=Σεβαστός) καί Pontifex Maximus (=Μέγιστος Αρχιερέας). Ο αυτοκράτορας συμβόλιζε την ειρήνη καί την ευημερία μετά την μεγάλη αναστάτωση των εμφυλίων πολέμων της Ρωμαϊκής δημοκρατίας. Το δε αξίωμα του Μεγίστου Αρχιερέως σήμαινε δύο πράγματα: για τους Ρωμαίους ότι προήδρευε στο Ρωμαϊκό ιερατείο, ενώ για τους άλλους κατοίκους ότι ήταν η ανώτατη θρησκευτική αρχή της αυτοκρατορίας καί νομιμοποίησης του πολυθεϊσμού. Οι Εβραίοι εξαιρούνταν καί υπάγονταν στο δικό τους ιερατείο.

Αυτό διήρκεσε μέχρι την εποχή του Διοκλητιανού. Όταν ο Διοκλητιανός ανέλαβε την αυτοκρατορική εξουσία στην Ρώμη
εισήγαγε τον όρο dominus (=κυρίαρχος) καί dominatus (=κυριαρχία, απολυταρχία), παραμερίζοντας την σύγκλητο καί απαιτώντας την αναγνώρισή του ως θεού, καθώς καί την προσκύνησή του όσο ζει, πράγματα που δεν υπήρχαν στην ηγεμονία.

Άρα δεν πρέπει να συγχέονται πρόσωπα καί καταστάσεις. Καί κανένας Έλληνας από τον απλό λαό δεν ήθελε την λατρεία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Αυτά ήσαν ιδιοτροπίες των ολιγαρχιών στις διάφορες πόλεις καί των Ρωμαιοδούλων εγκαθέτων. Μετά, όταν ο Γρατιανός παραιτήθηκε από τον τίτλο του Μεγίστου Αρχιερέως, το 376μ.α.χ.χ., αυτό σήμανε καί την τυπική απεμπλοκή του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους από τον πολυθεϊσμό.

Διαβάστε ποιοι ήταν οι Έλληνες κάτω από το καθεστώς των παγανιστών:

Οι "Γραικύλοι"

Oι υπερβολικές τιμητικές εκδηλώσεις ελληνικών πόλεων για Ρωμαίους αξιωματούχους, όσο και αν συνέβαλλαν στην εδραίωση της ρωμαϊκής κυριαρχίας, προκαλούσαν και σ' αυτούς τους Ρωμαίους κάθε άλλο παρά καλή εντύπωση. Η εικόνα που εμφάνιζαν οι Έλληνες της ρωμαϊκής εποχής με τη δουλική πολλές φορές συμπεριφορά τους γινόταν ακόμη πιo αρνητική σε σύγκριση με τους προγόνους τους της κλασσικής εποχής

[...]

Για τους Ρωμαίους οι περισσότεροι Έλληνες της εποχής τους ήταν "μικροί απόγονοι μεγάλων προγόνων", "Γραικύλοι", «άνθρωποι που έρρεπαν στην άπατη, αναξιόπιστοι, υπερβολικά δουλοπρεπείς [...] Έτσι τους χαρακτηρίζει ο Κικέρων σε επιστολή προς τον αδελφό του (όταν ο τελευταίος ήταν διοικητής της επαρχίας Ασίας), όπου τον συμβουλεύει ακόμη να αποφεύγη τη συχνή συναναστροφή μαζί τους [...] Ώς ανάξιους των προγόνων τους εμφανίζει ο Κικέρων τους Έλληνες της εποχής του [...] "μας κουράζουν με τη φλυαρία τους" (εννοώντας προφανώς τους συγχρόνους του Έλληνες ρήτορες και φιλοσόφους, που ήταν "πελάται" πλούσιων Ρωμαίων). Αυτούς τους ρήτορες και φιλοσόφους χαρακτηρίζει ο Κικέρων και ως "φλύαρους και αργόσχολους Γραικύλους". Τη συνήθεια των ελληνικών πόλεων να αποδίδουν υπερβολικές (π.χ. θεϊκές) τιμές σε επιφανείς Ρωμαίους [...] πρόβαλλαν οι Ρωμαίοι ως εθνικό χαρακτηριστικό των Ελλήνων, όπως φαίνεται από τον όρο "ελληνική κολακεία" (graeca adulatio) που χρησιμοποιεί ο ιστορικός Τάκιτος.

Ακόμη πιο παραστατική είναι η εικόνα που προβάλλει για τους Έλληνες της εποχής του (1ος/2οςαί. μ.Χ.), και συγκεκριμένα εκείνους που ζούσαν στή Ρώμη, ο σατυρικός ποιητής Ιουβενάλιος. Εκτός από εκείνους που ζούσαν παρασιτικά ως "πελάται" πλούσιων Ρωμαίων [...] αλλά και μάντεις, σχοινοβάτες και "αλείπται" (δηλαδή υπηρέτες πλούσιων Ρωμαίων που άλειφαν το σώμα των κυρίων τους μετά το λουτρό ή φρόντιζαν για τη δίαιτα τους). "Ο πεινασμένος Γραικύλος", γράφει ο Ρωμαίος ποιητής, "όλα τα μαθαίνει" και να του πης ακόμη να πετάξη, θα πετάξη". [...] Όταν έπαιρναν μέρος σε δείπνο που παρέθετε ο πάτρων, έτρωγαν συνήθως τα ευτελέστερα φαγητά, ενώ ήταν αναγκασμένοι να κολακεύουν τον οικοδεσπότη για τον πλούτο του ή να έπαινούν τα (πολύ αμφίβολης αξίας) ποιήματα του που απήγγελλε [...]

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΤΟΜΟΣ ΣΤ' - ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ, σελ. 573

Βλέπετε ποιοι ήταν οι Έλληνες ΠΕΝΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΠΡΙΝ ΚΑΝ ΕΡΘΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ; Εντελώς ξεφτίλα!

- "Αλείπται" των Ρωμαίων
- "Πεινασμένοι Γραικύλοι"
- Δουλοπρεπείς
- Ανάξιοι
-Παράσιτα

Μας γελοιοποιούσαν στα ποιήματά τους οι ...συνάδελφοι παγανιστές. Έτσι είχαν καταντήσει οι παγανιστές πρόγονοί μας από τους Ρωμαίους για τους οποίους δεν λέτε κουβέντα αφού οι εκπρόσωποί σας τους συγκαταλέγουν ενάμεσα στους ομοϊδεάτες σας...

Η Ελλάδα είχε ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ. Ξυπνήστε επιτέλους.

Άλλαξαν οι δομές εντελώς. Η Αυτοκρατορία το μόνο που έκανε κατά κύριο λόγο ήταν να μάχεται για τα σύνορά της. Δεν είχε 100.000 δούλους για να τρέφουν τους 1.000 ελεύθερους πολίτες όπως στην κλασική αθήνα και να έχουν το προνόμιο να παράγουν τέχνη και λόγο για την ελίτ (καθώς είναι γνωστό ότι στην αρχαία ελλάδα, ΜΟΝΟ ΟΙ ΕΥΠΟΡΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΑΘΗΝΑΙΟΙ απολάμβαναν όλα αυτά. Ούτε οι δούλοι, ούτε οι ξένοι, ούτε οι γυναίκες, ούτε τα παιδιά, ούτε οι φτωχοί που ζούσαν αποκομένοοι στην ύπαιθρο πνιγμένοι στη δεισιδαιμονία και εργαζόμενοι σκληρά για να επιβιώσουν.)


Ο Ιουβενάλης δεν είναι καί το ισχυρότερο τεκμήριο που μπορεί να παρουσιάσει κάποιος. Είναι από τους φανατικότερους μισέλληνες. Μάλιστα έγραψε το εξής: «Δεν μπορώ να υποφέρω Ελληνική την πόλη» - «non possum ferre graecam urbem» (Satyra III, στ. 60 - 61). Καί μία περί Κικέρωνος ο λόγος, για να δούμε καί λίγο το ήθος του ανδρός. Διότι είναι ο τελευταίος που μπορεί να κατηγορήσει άλλους για κολακείες. Διότι η ιστορία έχει συνοπτικώς ως εξής: Στην Ρώμη, υπήρχε ένας πολιτικός, ο Κατιλίνας, ο οποίος οργάνωσε συνωμοσία το 63 - 62π.α.χ.χ. για να ανατρέψει το Ρωμαϊκό πολίτευμα καί να χαρίσει τα χρέη σε όσους είχαν καταστραφεί από τους πολέμους. Ο Κικέρων απεκάλυψε την συνωμοσία καί τελικώς ο Κατιλίνας νικήθηκε στρατιωτικώς σε μάχη καί φονεύθηκε. Για αυτές τις πράξεις του ο Κικέρωνας ανεκηρύχθη από την Σύγκλητο «Πατέρας της Πατρίδας».

Ως εδώ, δεν υπάρχει τίποτε το ενδιαφέρον. Όμως, το ενδιαφέρον είναι άλλο. Ο Κικέρωνας ζήτησε από τον ιστορικό Λουκήιο να γράψει έναν λόγο, για τον ίδιο, την Κικερωνιάδα, καί μάλιστα στα Ελληνικά. Όταν ο Λουκήιος αρνήθηκε, βρήκε τον Αρχία από την Ηράκλεια, ο οποίος είχε γράψει έμμετρα εγκώμια για τον Μάριο καί τον Μάρκελλο καί του ανέθεσε την δοξολόγησή του. Αντάλλαγμα η υπεράσπιση του Αρχία από τον Κικέρωνα σε μία δίκη, αλλά η συναλλαγή δεν είχε αίσιο τέλος. Εδώ λοιπόν βλέπουμε ότι ο διαπρύσιος κατήγορος της «Ελληνικής κολακείας», καταφεύγει σε αυτήν για να ζητήσει τις υπηρεσίες της.

Τελικώς, έγραψε μόνος του το εγκώμιό του καθώς καί απομνημονεύματα Καί έστειλε το χειρόγραφο στον Ποσειδώνιο τον Ρόδιο για να το επιμεληθεί, να το ξαναγράψει καλλίτερα προσδίδοντάς του συναρπαστικότερο ύφος, αλλά ο Ποσειδώνιος αρνήθηκε με υπεκφυγές καί ευτελείς δικαιολογίες. «Το υπόμνημά σου», απάντησε ο Ποσειδώνιος, «μου θύμισε τον ημιτελή πίνακα του Απελλή με την Αφροδίτη της Κω. Ήταν τόση η ομορφιά του έργου, τόσο αξεπέραστη, που μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη, δεν αποτόλμησε κανένας ζωγράφος να προσθέσει έστω καί μία πινελιά για να το ολοκληρώσει». Πηγή: Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξενοκρατία - Μισελληνισμός καί Υποτέλεια, έβδομη έκδοση, σελίδες 66 - 67, Αθήνα 1.994μ.α.χ.χ. Καί στο ίδιο βιβλίο του, ο Σιμόπουλος, στις σελίδες 88 - 95, σημειώνει ότι οι τιμές προς τους Ρωμαίους αυτοκράτορες καί ισχυρούς της ημέρας, αποφασίζονταν από τους τοπικούς Ρωμαιοφίλους πλουτοκράτες ολιγαρχικούς καί όχι από τον λαό. Καί οι πηγές είναι άφθονες.

Επιπλέον, η εικόνα που δίνεις για την Αρχαία Αθήνα ως μία ανδροκρατική, ολιγαρχική καί αριστοκρατική από αριθμητικής καί κοινωνικής άποψης πόλης, δεν ευσταθεί. Ούτε οι πολίτες ήσαν χίλιοι, ούτε οι δούλοι εκατό
χιλιάδες. Καί για τους δούλους, τις γυναίκες, τους ξένους, τα παιδιά καί τους φτωχούς επίσης δεν είναι διόλου όπως τα παρουσιάζεις. Αλλά για να δούμε τι μας λένε οι Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, για αυτά τα θέματα.

α) Πολίτες καί δούλοι από αριθμητικής άποψης

Επειδή στην Αρχαία Αθήνα επί Κλασσικών Χρόνων ίσχυε το πολίτης - οπλίτης, αντιγράφω από τον Θουκυδίδη καί μάλιστα από το Β´ 13 της Ιστορίας του, τις δυνάμεις των Αθηναίων:

13.000 οπλίτες καί άλλοι 16.000 στα οχυρά καί στα τείχη, όπου περιλαμβάνονται καί μέτοικοι.
Ιππείς καί ιπποτοξότες 1.200
Τοξότες 1.600
Τριήρεις ετοιμοπόλεμες 300

Επίσης κατά τους ιστορικούς J. B. Bury καί Russwell Meiggs, στο βιβλίο τους με τον τίτλο «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας», εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1.998μ.α.χ.χ., τρίτη έκδοση, σελίδα 392, αναφέρουν ότι στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι Αθηναίοι καί οι Αθηναίες, ήσαν 172.000. Τώρα πώς εσύ ομιλείς μόνον για 1.000 πολίτες, είναι ένα ερώτημα. Διότι καί ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι δυνάμεις της Αθήνας, όπου περιλαμβάνονται οι άνδρες των ηλικιών 18 έως 60 ετών, ανέρχονται σε 31.800 όσον αφορά μόνον τον στρατό ξηράς, διότι αν συμπεριληφθούν καί τα πληρώματα των τριήρεων, έχοντας ως δεδομένο ότι σε κάθε τριήρη υπηρετούσαν 185 συνήθως πρόσωπα, έχοντας 300 τριήρεις στην αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, έχουμε άλλους 55.500 ναύτες, οι οποίοι επίσης ήσαν πολίτες, οπότε οι πολίτες ανέρχονται σε 87.300, από τον στρατό καί τον στόλο μαζί. Καί υπήρχαν καί οι άνω των 60 ετών που επίσης ήσαν πολίτες, αλλά δεν καταγράφονται. Επίσης, κατά την απογραφή του Δημητρίου Φαληρέως το 309π.α.χ.χ. βρέθηκαν 21.000 πολίτες, 10.000 ξένοι καί 400.000 δούλοι. Ωστόσο εδώ οφείλω να σημειώσω, ότι το πολίτευμα της Αθήνας, την περίοδο 322 - 307π.α.χ.χ., δηλαδή για μία δεκαπενταετία, η Αθήνα είχε τιμοκρατικό πολίτευμα, ως αποτέλεσμα της ήττας της στον Λαμιακό πόλεμο.

Η ιστορία έχει ως εξής: Ο Αλέξανδρος ο Μέγας πέθανε το 323π.α.χ.χ. Οι Έλληνες της νότιας Ελλάδας εξεγείρονται υπό την ηγεσία των Αθηναίων καί ζητούν να αποτινάξουν την Μακεδονική ηγεμονία. Ο Λαμιακός πόλεμος κρατεί ένα έτος καί λήγει το 322π.α.χ.χ. με Μακεδονικό θρίαμβο. Ο Αντίπατρος επιβάλλει ως ηγεμόνας στην Μακεδονία καί αντιπρόσωπος της ενιαίας αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου, τιμοκρατικό πολίτευμα στις νικημένες Ελληνικές πόλεις καί φρουρές.

Στο τιμοκρατικό πολίτευμα για να είναι κάποιος πολίτης, έπρεπε να είχε ορισμένη περιουσία. Έτσι αποκλείσθηκαν πολλοί φτωχοί από πολίτες. Ο Δημοσθένης καί ο Υπερείδης εκτελέσθηκαν κατ' εντολήν του Αντιπάτρου, όπως καί άλλοι δημοκρατικοί Αθηναίοι. Την διακυβέρνηση στην Αθήνα ανέλαβε ο Φωκίωνας, ο οποίος κυβέρνησε ως το 318π.α.χ.χ. Ο Αντίπατρος πέθανε το 319π.α.χ.χ. Το 318π.α.χ.χ. ο Φωκίων ανατρέπεται από τον Κάσσανδρο καί τον
Πολυσπέρχοντα ή Πολυπέρχοντα καί εκτελείται από τους οπαδούς τους στην Αθήνα.

Τον Φωκίωνα διαδέχεται ο Δημήτριος Φαληρέας από το 318π.α.χ.χ. ως το 307π.α.χ.χ., ο οποίος διενεργεί καί την απογραφή που προαναφέρω. Την απογραφή του Δημητρίου του Φαληρέως την βρήκα στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς, τόμος 14, σελίδα 526, τρίτη στήλη, σειρές 50 - 54, Αθήνα 1.963μ.α.χ.χ.

Επίσης ο όρος δούλοι στην Αρχαία Αθήνα ήταν ανύπαρκτος. Ο επίσημος όρος ήταν οικέτες, δηλαδή οι της οικίας. Επίσης καλούνταν καί παίδες. Μάλιστα, είχαν πολλά δικαιώματα καί προνόμια. Συγκεκριμένα:

Πρώτον, απαγορευόταν να κτυπήσει ξένο δούλο, ενώ αν το έκανε διωκόταν με γραφή για ξυλοδαρμό.
Δεύτερον, δεν επιτρεπόταν σε κανέναν Αθηναίο ή μέτοικο να πουλήσει ως δούλο κάποιον που πιάστηκε αιχμάλωτος καί απελευθερώθηκε, χωρίς την έγκριση του προηγουμένου αφέντη του δούλου.
Τρίτον, όποιος πολίτης ήθελε, μπορούσε να απαλλάξει από την δουλεία τον εναγόμενο απελεύθερο καί να γίνει εγγυητής του ενώπιον του Πολεμάρχου.
Τέταρτον, αν θεωρηθεί ότι κάποιος απελευθέρωσε αδίκως έναν δούλο, όφειλε να πληρώσει το μισό της αξίας του δούλου.
Πέμπτον, αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Οι δούλοι είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν την πώλησή τους καί να αλλάξουν τον αφέντη τους με κάποιον άλλον συγκαταβατικότερο.
Έκτον, οι δούλοι μπορούν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους πληρώνοντας κάποιο ποσόν στον αφέντη τους.
Έβδομον, η απελευθέρωση δεν μπορούσε να γίνει μέσα στο θέατρο, ενώ αυτός που θα το έκανε έχανε τα πολιτικά δικαιώματά του.
Όγδοον, οι απελεύθεροι δεν επιτρέπεται να επαναστατούν ενάντια σε αυτούς που τους απελευθέρωσαν ή να εκλέγουν άλλον προστάτη.
Ένατον, όσοι παρεβίαζαν τον ανωτέρω νόμο, κατηγορούνταν με την Αποστασίου δίκη καί αν καταδικάζονταν γίνονταν πάλι δούλοι, ενώ αν κέρδιζαν γίνονταν τελείως ελεύθεροι.
Δέκατον, μάρτυρες στην Αποστασίου δίκη γίνονταν καί οι πολίτες καί οι ξένοι.
Ενδέκατον, αυτός που απελευθερώθηκε από τους εχθρούς με την καταβολή λύτρων από τους εχθρούς, ανήκει σε αυτόν που τον απελευθέρωσε μέχρι να πληρώσει τα λύτρα.
Δωδέκατον, δεν επιτρεπόταν σε κανέναν να έτρεφε αδρανή δούλο.

Αλλά αυτά είναι οι νόμοι στην Αθήνα, κατά τους Κλασσικούς Χρόνους. Ωστόσο, οι δούλοι ή οικέτες δεν περιορίζονταν μόνον σε αυτά. Λόγου χάριν ο Πασίωνας ήταν δούλος καί έγινε ο μεγαλύτερος τραπεζίτης της Αρχαίας Ελλάδας, απελευθερώθηκε καί πολιτογραφήθηκε Αθηναίος καί δημότης του δήμου Αχαρνών. Διαδέχθηκε τον Αντισθένη
καί τον Αρχέστρατο. Κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση. Πηγές για τον Πασίωνα είναι ο Τραπεζιτικός λόγος του Ισοκράτη, καθώς καί πολλοί λόγοι του Δημοσθένη.

Δέκατο τρίτον, οι οικέτες στην Αρχαία Αθήνα δεν μαρτυρείται καμμία φορά να εξεγέρθηκαν κατά των Αθηναίων, όπως οι είλωτες στην Σπάρτη τα έτη 464 - 454π.α.χ.χ. ή οι δούλοι στην Ρώμη υπό τον Σπάρτακο τα έτη 73 - 71π.α.χ.χ.

Επίσης, από την Ιστορία του Θουκυδίδη, γνωρίζουμε ότι στην εισβολή των Θηβαίων στις Πλαταιές το 431π.α.χ.χ., οι οικέτες συνέπραξαν με τους δημοκρατικούς Πλαταιείς κατά των ολιγαρχικών Πλαταιέων καί Θηβαίων (Πηγή: Θουκυδίδη Ιστορία Β´ 4, 2). Θα μπορούσαν όμως οι οικέτες να συμπαραταχθούν με τους Θηβαίους καί τους ολιγαρχικούς Πλαταιείς, αλλάζοντας την έκβαση της μάχης, που τελικώς κρίθηκε υπέρ των δημοκρατικών. Επίσης καί στον εμφύλιο πόλεμο της Κερκύρας, οι οικέτες συνεμάχησαν με τους δημοκρατικούς καί όχι με τους ολιγαρχικούς, καθορίζοντας το αποτέλεσμα (Πηγή: Θουκυδίδη Ιστορία Γ´ 73).

Επίσης οι δούλοι στην αρχαιότητα καλούνται καί παίδες, όπως στον Πλατωνικό διάλογο «Πρωταγόρας» (310c), όπου αναφέρει ο Ιπποκράτης «ο γάρ τοι παίς με ο Σάτυρος απέδρα». Επίσης ο Ηρόδοτος αναφέρει στην ιστορία του, στο βιβλίο του με τον τίτλο «Καλλιόπη», στο κεφάλαιο 29, ότι κατά την μάχη των Πλαταιών στον στρατό της Σπάρτης υπηρέτησαν 35.000 είλωτες (Πηγή: Ηροδότου Ιστορία, Θ´ 29, 1).

Είναι εντυπωσιακό να σκεφθεί κάποιος τί θα μπορούσε να γίνει, αν οι είλωτες λιποτακτούσαν από τον στρατό της Σπάρτης κατά την μάχη των Πλαταιών. Ίσως καί να άλλαζε η ιστορία. Αλλά δεν άλλαξε.

β) Για να δούμε για τις γυναίκες τί μας λέγει η αδογμάτιστη ιστορία.

Α: Αβροτέλεια του Αβροτέλη Πυθαγόρεια φιλόσοφος από τον Τάραντα.
Β: Βαβέλυκα η Αργεία Πυθαγόρεια φιλόσοφος
Γ: Γαλήνη η Σμυρναία γραμματικός-συγγραφέας
Δ: Δαμοφύλη η σοφή ποιήτρια ερωτικών καί ύμνων.
Ε: Εστιαία η Αλεξανδρινή συγγραφέας- έγραψε για το πεδίο της μάχης στον Τρωϊκό πόλεμο.
Ζ: Ζηνοβία- βασίλισσα του κράτους της Παλμύρας καί αντίπαλος των Ρωμαίων για επτά (7) έτη(263-270μ.α.χ.χ.). Νικήθηκε από τον Κλαύδιο Β´ Γοτθικό καί αιχμαλωτίσθηκε. Κατά μία εκδοχή αυτοκτόνησε, κατά μία άλλη πέθανε στην αιχμαλωσία καί την εξορία.
Η: Ήριννα από την Τέω ή την Τήνο ή την Λέσβο ή την Τήλο ποιήτρια-εποποιός(4ος προχριστιανικός αιώνας)
Θ: Θεανώ –εδώ έχουμε τις εξής γυναίκες με αυτό το όνομα:
α) Θεανώ ή ιέρεια κόρη του Μένωνα από την Άγραυλο.
β) Θεανώ από τον Κρότωνα, κόρη του Βροντίνου, σύζυγος του Πυθαγόρα καί μητέρα του Τηλαύγη, η οποία έγραψε καί κάποια βιβλία για την διδασκαλία του Πυθαγόρα.
γ) Θεανώ η Λοκρή λυρική ποιήτρια.
δ) Θεανώ η Μεταποντίνη(από το Μεταπόντιο) ή Θουρία( από τους Θουρίους της Νότιας Ιταλίας), κόρη του Λεώφρονα Πυθαγόρεια συγγραφέας.
ε) Θεανώ η συγγραφέας.
Ι: Ιππαρχία η Μαρωνείτης(όχι κύριε Μαρωνίτη δεν έχει σχέση με εσάς, από την Μαρώνεια καταγόταν), αδελφή του Μητροκλή, σύζυγος του Κράτη, κυνική φιλόσοφος(4ος προχριστιανικός αιώνας).
Κ: Κλέα η ιέρεια των Δελφών- για αυτήν έγραψε ο Πλούταρχος το βιβλίο των Ηθικών «Γυναικών Αρεταί».
Κ: Κλεαίχμα η Πυθαγόρεια φιλόσοφος
Λ: Λάλα, Ελληνίδα ζωγράφος του πρώτου προχριστιανικού αιώνα από την Κύζικο.
Μ: Μαντώ η μάντιδα κόρη του Τειρεσία
Μ: Μοιρώ η Βυζαντία ποιήτρια περί το 300π.α.χ.χ.
Ν: Νισθεάδουσα η Λάκαινα Πυθαγόρεια φιλόσοφος
Ξ: Ξενόκλεια η προμάντιδα των Δελφών
Ο: Ολυμπιάδα Νεοπτολέμου, από τον βασιλικό οίκο των Μολοσσών. Νυμφεύθηκε τον Φίλιππο Β´, με τον οποίον απέκτησε τον Αλέξανδρο τον Μεγάλο. Έναν γιο, αλλά τί γιο. Τον μεγαλύτερο στρατηλάτη όλων των εποχών. Το κανονικό όνομα της Ολυμπιάδας, πριν πραγματοποιήσει τον γάμο της με τον Φίλιππο, ήταν Μυρτάλη.
Π: Περικτιόνη η Πυθαγόρεια φιλόσοφος, μητέρα του Πλάτωνα.
Ρ: Ροιώ η μητέρα του Ηροδότου, του πατέρα της ιστορίας κατά τον Ρωμαίο ρήτορα Κικέρωνα.
Σ: Σαπφώ από την Ερεσσό της Λέσβου λυρική ποιήτρια(7ος-6ος προχριστιανικός αιώνας)
Τ: Τελέσιλλα η Αργεία ποιήτρια
Υ: Υπατία η Αλεξανδρινή φιλόσοφος, κόρη του γεωμέτρη Θέωνα
Φ: Φαεννίδα η μάντιδα στην Δωδώνη
Φίντυς του Καλλικράτη Πυθαγόρεια φιλόσοφος
Χ: Χειλωνίδα του Χείλωνα Λάκαινα Πυθαγόρεια φιλόσοφος
Ψ: Ψαμάθη κόρη του Νηρέα, η οποία έσμιξε με τον Αιακό καί γέννησε τον Φώκο.
Ω: Ώκιμον εταίρα μεγάλης ομορφιάς καί καλής καρδιάς καί πλούσια. Ερωμένη του ποιητή Νικοστράτου καί του ρήτορα Υπερείδη. Το όνομά της σημαίνει "βασιλικός" καί έτσι ονομαζόταν το συγκεκριμένο φυτό στην αρχαιότητα.

Στην Μινωϊκή Κρήτη οι γυναίκες συμμετέχουν σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις ως βασίλισσα, ιέρεια, αθλήτρια στα Ταυροκαθάψια, παρακολουθεί τα δημόσια θεάματα καί τις εκδηλώσεις, ενώ τον πέμπτο προχριστιανικό αιώνα οι νόμοι της Γόρτυνας επιτρέπουν στην γυναίκα να κληρονομεί, να παίρνει διαζύγιο καί εφ' όσον ευθύνεται ο άνδρας, τότε η
γυναίκα δικαιούται αποζημίωση πέντε ασημένιων στατήρων, που ήσαν τότε σημαντικό ποσόν.

Στην Μυκηναϊκή κοινωνία, η γυναίκα επίσης είναι σεβαστή. Η Πηνελόπη κυβερνά το βασίλειο για μία εικοσαετία, ενώ η Ανδρομάχη (Ιλιάδα Ζ 431 - 439), συμβουλεύει τον Έκτορα για τον πόλεμο, ένα αποκλειστικώς ανδρικό θέμα. Να καί η σχετική πηγή:

Αρχαίο κείμενο

Αλλ' άγε νύν ελέαιρε καί αυτού μίμν' επί πύργω,
μή παίδ' ορφανικόν θήης χήρην τε γυναίκα.
λαόν δε στήσον παρ' ερινεόν, ένθα μάλιστα
αμβατός εστι πόλις καί επίδρομον έπλετο τείχος.
τρίς γάρ τή γ' ελθόντες επειρήσανθ' οι άριστοι
αμφ' Αίαντε δύω καί αγακλυτόν Ιδομενήα
ηδ' αμφ' Ατρεΐδας καί Τυδέος άλκιμον υιόν.
ή πού τίς σφιν ένισπε θεοπροπίων εΰ ειδώς,
ή νυ καί αυτών θυμός εποτρύνει καί ανώγει.

Απόδοση Κωνσταντίνου Δούκα από εκδόσεις Ιδεοθέατρον - Γεωργιάδης, Αθήνα 1.998μ.α.χ.χ.

Αλλά μπρος τώρα λυπήσου με καί μείνε στον πύργο
καί μην αφήνης ορφανό παιδί καί χήρα γυναίκα.
καί τον λαό στήσε κοντά στην αγριοσυκιά, όπου πάρα πολύ
αναβατή είναι η πόλη καί για επιδρομή προσφέρεται το τείχος.
Γιατί τρίς εκεί ελθόντες αποπειράθηκαν οι άριστοι
γύρω από τους δύο Αίαντες καί τον ξακουστό Ιδομενέα
καί γύρω από τους Ατρείδες καί του Τυδέως τον άλκιμον γιον.
ή κάποιος θα τους είπε που τα πρέποντα των θεών γνωρίζει καλά,
ή καί το δικό τους θυμικό παροτρύνει καί προστάζει.

Στην Οδύσσεια (ζ 303 - 315) η Ναυσικά συμβουλεύει τον Οδυσσέα να προσπεράσει τον πατέρα της Αλκίνοο, που είναι βασιλιάς, καί να ικετεύσει την μητέρα της βασίλισσα Αρήτη. Να καί η σχετική πηγή:

Αρχαίο κείμενο

Αλλ' όποτ' άν σε δόμοι κεκύθωσι καί αυλή,
ώκα μάλα μεγάροιο διελθέμεν, όφρ' άν ίκηαι
μητέρ' εμήν. η δ' ήσται επ' εσχάρη εν πυρός αυγή,
ηλάκατα στρωφώσ' αλιπόρφυρα, θαύμα ιδέσθαι,
κίονι κεκλιμένη. δμωαί δέ οι ήατ' όπισθεν,
ένθα δέ πατρός εμοίο θρόνος ποτικέκλιται αυτή,
τώ ό γε οινοποτάζει εφήμενος αθάνατος ώς.
τόν παραμειψάμενος μητρός ποτί γούνασι χείρας
βάλλειν ημετέρης, ίνα νόστιμον ήμαρ ίδηαι
χαίρων καρπαλίμως, ει καί μάλα τηλόθεν εσσί.
εί κεν τοι κείνη γε φίλα φρονέησ' ενί θυμώ,
ελπωρή τοι έπειτα φίλους ιδέειν καί ικέσθαι
οίκον εϋκτίμενον καί σήν ες πατρίδα γαίαν.

Απόδοση Κωνσταντίνου Δούκα από εκδόσεις Ιδεοθέατρον - Γεωργιάδης, Αθήνα 1.999μ.α.χ.χ.

Αλλά κι αν σε δόμους χαθής καί αυλή,
πολύ γρήγορα, το μέγαρο να διέλθης για να πάς
στην μητέρα μου. αυτή κάθεται σε εστία σε πυρός ανταύγειαν,
ηλακάτη στρέφοντας ολοπόρφυρη, θαύμα να την βλέπης,
σε κίονα κεκλιμένη. δούλες κάθονται όπισθέν της.
Εκεί του πατρός μου ο θρόνος στηρίζεται (στον κίονα)
καί κείνος οινοπίνει μοιάζοντας ως αθάνατος.
Προσπερνώντας τον στης μητέρας μου τα γόνατα τα χέρια
βάλε, για να ιδής την ημέρα του νόστου
χαρά γεμάτος, κι ας είσαι πολύ μακριά.
Αν εκείνη είναι φιλόφρονη μέσα της
υπάρχει ελπίδα φίλους να ιδής καί να φθάσης
στον καλόκτιστον οίκο καί την πατρική σου γην.

Αλλά καί ο Πλούταρχος (Σόλων 12), σημειώνει ότι κατά το Κυλώνειο Άγος, διέφυγαν τον λιθοβολισμό όσοι οπαδοί του Κύλωνα ικέτευσαν τις γυναίκες των αρχόντων.

Να καί η πηγή του Πλουτάρχου (Βίος Σόλωνος, κεφάλαιο 12)

Αρχαίο κείμενο

οι δέ τοίς βωμοίς προσφυγόντες απεσφάγησαν, μόνοι δ' αφείθησαν οί τάς γυναίκας αυτών ικετεύσαντες.

Απόδοση Κάκτου

Εκείνους που πρόφτασαν να καταφύγουν στους βωμούς, τους έσφαξαν.
γλίτωσαν μόνον όσοι είχαν την ιδέα να προσπέσουν στα γόνατα των
γυναικών των αρχόντων.

Πηγή: Πλουτάρχου Βίος Σόλωνος, κεφάλαιο 12, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1.992μ.α..χ.χ.

Καί να άλλη μία μαρτυρία από τον Πλούταρχο για την θέση της γυναίκας, αυτήν την φορά στην Σπάρτη:

Αρχαίο κείμενο

καί πλείον εκείναις τών δημοσίων ή τών ιδίων αυτοίς πολυπραγμονείν
διδόντας.

Απόδοση Κάκτου

Καί συζητούσαν με τις άλλες γυναίκες, γιατί γνώριζαν ότι οι
Λακεδαιμόνιοι υπολογίζουν πάντοτε τη γνώμη των γυναικών τους καί
επιτρέπουν σ' εκείνες να μετέχουν δραστήρια στα κοινά, πολύ
περισσότερο απ' ό,τι οι ίδιοι μετέχουν στις ιδιωτικές τους υποθέσεις.

Πηγή: Πλουτάρχου Βίος Άγιδος καί Κλεομένους, κεφάλαιο 7, εδάφιο 4. Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, Ιούλιος 1.993μ.α.χ.χ.

Άρα τελειώσαμε καί με τις γυναίκες, καταρρίπτοντας όλη την κατεστημένη θεώρηση του συστήματος. Συνοψίζοντας λοιπόν όσον αφορά τις γυναίκες, στην Αρχαία Ελλάδα οι γυναίκες μπορούσαν να είναι:

φιλόσοφοι
γραμματικές (=δηλαδή καθηγήτριες κατά την σημερινή αντιστοιχία της γλώσσας)
ποιήτριες
συγγραφείς
βασίλισσες
ιέρειες,
ζωγράφοι
μάντιδες
προμάντιδες
αθλήτριες

ενώ είχαν καί μεγάλη κοινωνική επιρροή, καθώς καί πολλά κοινωνικά δικαιώματα. Ουσιαστικώς μόνον τα πολιτικά, δηλαδή δικαίωμα ψήφου καί ό,τι σχετίζεται με αυτό δεν είχαν καί αυτό επειδή δεν στρατολογούνταν. Διότι η Αρχαία Ελληνική Αντίληψη είναι το Πολίτης - Οπλίτης, δηλαδή ότι για να είναι κάποιος πολίτης πρέπει να πολεμά στην πρώτη γραμμή όταν αυτό απαιτείται.

Καί αξίζει να δει κάποιος πόσα ονόματα πόλεων στην Αρχαιότητα στην Ελλάδα είναι ονόματα θηλυκά (π.χ. Αθήνα, Σπάρτη, Τεγέα κ.λ.π.). Καί για να επιστρέψω στον Θείον Όμηρο, να τί γράφει στην Ιλιάδα στο Ι 341 - 342, ότι λέγει ο Αχιλλέας στην πρεσβεία των Αχαιών αρχηγών:

«επεί ός τις ανήρ αγαθός καί εχέφρων τήν αυτού φιλέει καί κήδεται»,
δηλαδή «γιατί ο άνδρας ο γενναίος καί μυαλωμένος τη γυναίκα του αγαπά
καί φροντίζει».

Ταυτοχρόνως οι γυναίκες είχαν καί δικές τους ιερές εορτές, όπως λόγου χάριν στην Αρχαία Αθήνα τα Θεσμοφόρια, όπου απαγορευόταν η ανδρική συμμετοχή, είχαν έναν μήνα μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες τα Ηραία στην Ολυμπία προς τιμήν της Ήρας όπου απαγορευόταν η ανδρική συμμετοχή καί οι νεαρές γυναίκες αγωνίζονταν σε αγωνίσματα δρόμου σε τρείς ηλικίες, ενώ ο Άθως ήταν Άβατον εις βάρος των ανδρών καί Περιβόλι της Αρτέμιδος, όπου εκπαιδεύονταν οι ιέρειές της.

Ο περιηγητής Παυσανίας στο έργο του «Ελλάδος περιήγησις», στον τόμο με τον τίτλο Λακωνικά (8,1) αναφέρει ότι η Κυνίσκα, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης Αγησιλάου έστειλε τέθριππο άρμα στους Ολυμπιακούς Αγώνες καί νίκησε, ενώ στα Ηλιακά (16,5) αναφέρει ότι 16 γυναίκες διακρινόμενες για την προχωρημένη ηλικία τους, το κύρος καί την υπόληψή τους ανάμεσα στις άλλες αποτελούσαν το συμβούλιο επίλυσης των διαφορών μεταξύ των διαφόρων πόλεων.

Στην Ελληνιστική Μακεδονία, κατά την περίοδο των Αντιγονιδών, δηλαδή τα έτη 277 - 168π.α.χ.χ., υπήρχε το «Κοινό των Μακεδόνων», το οποίο διαχειριζόταν τις υποθέσεις των πόλεων του Μακεδονικού βασιλείου ως προς την τοπική αυτοδιοίκηση. Σε αυτό το Κοινό, εκλέγονταν τόσο άνδρες όσο καί γυναίκες, ενώ οι άνδρες ονομάζονταν Μακεδονιάρχες καί οι γυναίκες Μακεδονιάρχισσες. Ακόμη, στο αξίωμα του αρχιερέα, μπορούσαν να εκλεγούν καί γυναίκες που καλούνταν αρχιέρειες. Καί στα δύο αξιώματα οι εκλεγόμενοι ήσαν κοινοτικοί άρχοντες καί όχι δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ η θητεία ήταν ετήσια. Επίσης στην Θεσσαλονίκη δόθηκε τέσσερεις φορές σε γυναίκες ο τίτλος της νεωκόρου.

Ακόμη, από τους προηγουμένους αιώνες, πάντα προβλεπόταν η απονομή του αξιώματος του Ιεροφάντη, του Παναγή ιερέα καί του υμνωδού στις γυναίκες, για αυτό υπήρχαν οι Ιεροφάντιδες, οι Παναγείς ιέρειες καί οι υμνήτριες, καθώς καί άλλα αξιώματα.

Όπως λοιπόν συνάγεται από όλα τα ανωτέρω στοιχεία καί ακόμη περισσότερα, η γυναίκα κατά την αρχαιότητα ήταν σε πολλή υψηλή θέση στην Αρχαία Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες κοινωνίες. Άρα καταρρίπτεται καί αυτή η χριστιανική θέση.

Για να δούμε όμως καί την θέση της γυναίκας στον χριστιανισμό, επειδή οι χριστιανοί μας κατηγορούν για την θέση της γυναίκας στην Αρχαία Ελλάδα. Εξάλλου οι χριστιανοί υποστηρίζουν ότι ο χριστιανισμός ανεβίβασε την θέση της γυναίκας. Άρα λοιπόν έχει καί αξία σε συγκριτικό επίπεδο. Εδώ θα δούμε τι έλεγαν οι λεγόμενοι χριστιανοί πατέρες.

«Από γυναικός αρχή αμαρτίας καί δι' αυτήν αποθνήσκομεν πάντες».
Πηγή: Σοφία Σειράχ ΚΕ´ 24

«Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το ίδιο της το σώμα, αλλά ο άντρας».
Πηγή: Α´ Προς Κορινθίους Ζ´ 4

«Οι γυναίκες να υποτάσσεσθε στους άνδρες σας στα πάντα».
Πηγή: Προς Εφεσίους Ε´ 22 - 24

«Οι γυναίκες να υποτάσσεσθε στους άνδρες».
Πηγή: Προς Κολασσαείς Γ´ 18

«Ομοίως αι γυναίκες υποτασσόμεναι τοις ιδίοις ανδράσιν'»
Πηγή: Α´ Πέτρου Γ´ 1

«Όπως σε όλες τις εκκλησίες των αγίων καί οι δικές σας οι γυναίκες της
εκκλησίας να σιωπούν, γιατί δεν επιτρέπεται σε αυτές να μιλούν αλλά να
υποτάσονται όπως ορίζει ο νόμος».
Πηγή: Α´ Προς Κορινθίους ΙΔ´ 34

«Η δε γυνή ίνα φοβείται τον άνδρα».
Πηγή: Προς Εφεσίους Ε´ 33

«Είναι καλό ο άνθρωπος να μην αγγίζει την γυναίκα».
Πηγή: Α´ Προς Κορινθίους Ζ´ 1

«Μία γυναίκα, αν λάβουμε υπ' όψιν ποια είναι η φύση της, πρέπει να αισχύνεται γ' αυτήν».
Πηγή: Κλήμης Αλεξανδρεύς, «Παιδαγωγός» 2,33

«Η γυναίκα είναι η πύλη μέσα απ' την οποία έρχεται ο διάβολος».
Πηγή: Τερτυλλιανός De Cultu Feminarum 1,1

«Υπάρχει φυσικά καί η ενάρετη γυναίκα: είναι αυτή που ποτέ δεν δείχνει το πρόσπωπό της σε ξένο».
Πηγή: Μόσχος Λείμων, κεφάλαιο 78

Καί έχουν το θράσος μερικοί να ισχυρίζονται ότι τάχα ο χριστιανισμός εξύψωσε την γυναίκα. Καί αν σκεφθούμε ότι κατά τον ΜΔ´ κανόνα της εν Λαοδικεία τοπικής Συνόδου του 364μ.α.χ.χ. επί Βάλη, κατά τον οποίον η γυναίκα
απαγορεύεται να μπαίνει στο ιερό, ή ακόμη καί ότι το κοριτσάκι δεν μπαίνει κατά την υπαπαντή στο ιερό ενώ το αγοράκι μπαίνει.

γ) Ξένοι

Για τους ξένους, πρέπει να πούμε ότι αυτοί χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες. Στους ξένους οι οποίοι επισκέπτονταν μία πόλη ως ταξιδιώτες ή επισκέπτες καί στους ξένους οι οποίοι ήθελαν να εγκατασταθούν ως μόνιμοι κάτοικοι σε μία πόλη, οι οποίοι καλούνταν μέτοικοι. Οι ταξιδιώτες ή επισκέπτες καί μόνον εφόσον ήσαν Έλληνες από άλλη πόλη, καλύπτονταν από την προστασία του Ξενίου Διός ή του Ικετησίου Διός καί ζητούσε προστασία, ενώ στην Σπάρτη καλύπτονταν από την Ξενία Αθηνά.

Στον Όμηρο οι φίλοι λέγονται «ξείνοι πατρώϊοι». Μάλιστα, στην Ιλιάδα στην ραψωδία Ζ, στίχοι 230 - 231, ο Διομήδης προτείνει στον Γλαύκο «τεύχεα δ' αλλήλοις επαμείψομεν, όφρα καί οίδε γνώσιν ότι ξείνοι πατρώϊοι ευχόμεθ' είναι» δηλαδή «Τα όπλα λοιπόν ας ανταλλάξουμε, ώστε κι αυτοί να έχουν γνώσιν ότι φίλοι πατρογονικοί καυχόμαστε πως είμαστε».

Επίσης στην Ιλιάδα στην ραψωδία Λ, στίχος 779, ο Αχιλλέας «ξείνιά τ' εύ παρέθηκεν, ά τε ξείνοις θέμις εστίν», δηλαδή «μας παρέθεσε γεύμα φιλοξενίας, που θεμιτό είναι στους ξένους». Ο Ηρόδοτος στην Ιστορία του, στο βιβλίο «Κλειώ», αναφέρει ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήσαν «ξείνοισι απρόσμικτοι», αρνούνταν οποιαδήποτε
σχέση με τους ξένους (Πηγή: Ηροδότου Ιστορία, «Κλειώ», Α´ 65, 2).

Ο Ξενοφώντας, πολλά έτη αργότερα, γράφει για το πολίτευμα της Σπάρτης στην «Λακεδαιμονίων Πολιτεία»(14,4) ότι όποιοι ξένοι παρεβίαζαν τους νόμους της Σπάρτης απελαύνονταν. Επίσης όταν η λέξη «ξένος / ξείνος» αναφέρεται σε Έλληνες από άλλες πόλεις, σημαίνει φίλος, ενώ όταν αναφέρεται σε αλλοεθνείς σημαίνει εχθρός. Αυτή η αντίληψη πέρασε καί στους Ρωμαίους, ενώ οι Ρωμαίοι την εξέφρασαν με την φράση Hospes - hostis, δηλαδή «Κάθε ξένος είναι εχθρός».

Επί πλέον η εγκυκλοπαίδεια Ήλιος στην λέξη Ξενία γράφει αυτά εδώ: «Παρά τοίς αρχαίοις Έλλησιν η "ξενία" δεν επεξετείνετο καί επί μή Ελλήνων "ξένων", αυτοί αντιθέτως εθεωρούντο εχθροί ως βάρβαροι, καί δεν είναι άσχετος προς την αντίληψιν ταύτην η υπό της αρχαιοτέρας λατινικής χρησιμοποιουμένη, ως αντίστοιχος της ελληνικής λέξεως
"ξένος" λέξις hostis (η οποία κυρίως σημαίνει εχθρός)». Παράδειγμα είναι το επίγραμμα του Σιμωνίδη για τους μαχητές των Θερμοπυλών, όπου το «Ω ξείν αγγέλλειν» σημαίνει «Ω φίλε να αναγγείλης».

Αυτά λοιπόν ίσχυαν για τους ξένους οι οποίοι ήσαν απλώς ταξιδιώτες καί επισκέπτες από την μία Ελληνική πόλη στην άλλη μεταξύ των Ελλήνων. Καί σημειωτέον ότι η φιλία καί η φιλοξενία μεταβιβαζόταν από γενιά σε γενιά. Τώρα για να δούμε τί ίσχυε για τους μετοίκους. Οι μέτοικοι δεν υπόκεινταν στο καθεστώς της φιλοξενίας, αλλά σε αυτό της «μετοικεσίας». Κατά αυτό το καθεστώς:

Περί των μετοίκων

Στην Αρχαία Ελλάδα, πλην της Σπάρτης, υπήρχαν οι μέτοικοι. Μέτοικοι ήσαν Έλληνες από άλλες πόλεις, οι οποίοι ήσαν μόνιμοι κάτοικοι σε άλλες πόλεις. Λόγου χάριν, ένας Κορίνθιος, ο οποίος απεφάσιζε την μετεγκατάστασή του, στην Αθήνα, ως μονίμου κατοίκου, γινόταν μέτοικος. Οι μέτοικοι δεν είχαν την ίδια θέση με τους αυτόχθονες κατοίκους, αλλά
είχαν πολλές υποχρεώσεις. Ενδεικτικώς αναφέρονται στοιχεία για το καθεστώς των μετοίκων, στην Αθήνα. Τα στοιχεία παρατίθενται αμέσως παρακάτω.

Οι μέτοικοι στην Αθήνα

1) Απαγορευόταν η κατοχή εκ μέρους τους εγγείου ιδιοκτησίας καί υποχρεώνονταν να ζουν στο ενοίκιο.
2) Δεν αποτελούσαν αφενός μέρος της πολιτείας, αλλά αφετέρου μετείχαν στην οικονομική καί εμπορική ζωή της πόλης. Για αυτό κάθε μέτοικος όφειλε να επιλέξει έναν πολίτη ως προστάτη του, ο οποίος εκτελούσε χρέη μεσίτη μεταξύ του μετοίκου καί της πόλης. Επίσης οι περισσότεροι από τους μετοίκους ασχολούνταν με το εμπόριο καί την βιοτεχνία καί πολλοί από αυτούς κατοικούσαν στον Πειραιά.
3) Κάθε οικογένεια μετοίκων πλήρωνε φόρο παραμονής, που λεγόταν μετοίκιο ή ξενικό, που ανερχόταν σε 12 δραχμές, ενώ οι χήρες μέτοικοι πλήρωναν 6 δραχμές. Αν κάποιος μέτοικος δεν πλήρωνε τον φόρο καί δεν εξέλεγε προστάτη, ετιμωρείτο καί επωλείτο ως δούλος. Σπάνια κάποιοι μέτοικοι απαλλάσσονταν από την πληρωμή του μετοικίου (ατέλεια μετοικίου), όπως καί από άλλες υποχρεώσεις.
4) Ενίοτε επιβάλλονταν καί στους μετοίκους έκτακτες λειτουργίες καί εισφορές, εκτός προφανώς της τριηραρχίας καί της γυμνασιαρχίας, οι οποίες επιβάλλονταν μόνον σε πολίτες.
5) Οι μέτοικοι υποχρεώνονταν να υπηρετούν στον στρατό καί στον στόλο καί εντός καί εκτός της πόλης.
6) Ενίοτε εξαιτίας ευεργεσιών στην πόλη δινόταν σε κάποιους μετοίκους το δικαίωμα της ισοπολιτείας. Οι κληρονόμοι των αποθνησκόντων μετοίκων διατελούσαν υπό την δικαιοδοσία του Πολεμάρχου.
7) Όταν ο Δημήτριος Φαληρέας διέταξε απογραφή, βρέθηκαν 10.000 μέτοικοι, εκτός ίσως από τις γυναίκες καί τα παιδιά.

Ο μέτοικος απαγορευόταν να συμμετέχει σε δημόσια τελετή ή στην Εκκλησία του Δήμου κ.λ.π., αλλιώς τον εγκαλούσαν με «ξενίας γραφή» καί η ποινή που επιβαλλόταν σε βάρος του μετοίκου ήταν η δήμευση της περιουσίας του καί η πώλησή του ως δούλου. Τα στοιχεία περί των μετοίκων αντλούνται από το λήμμα «μέτοικος» στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς, τόμος 27, σελίδα 1.064, Αθήνα 1.963μ.α.χ.χ.

Μέτοικοι στην Αρχαία Ελλάδα.

Ο Αριστοτέλης ήταν Σταγειρίτης καί έμενε στην Αθήνα
ο Διογένης ήταν Σινωπέας καί έμενε στην Αθήνα καί αργότερα στην Κόρινθο
ο Αναξαγόρας ήταν Κλαζομένιος καί έμενε στην Αθήνα
ο Πρόδικος ήταν Κείος καί έμενε στην Αθήνα
ο Πρωταγόρας ήταν Αβδηρίτης καί έμενε στην Αθήνα.

Ωστόσο, πριν από την τελική τοποθέτησή μου, θέλω να προσθέσω ορισμένα ονόματα, που επίσης ήσαν μέτοικοι στην Αθήνα.

Ο Γοργίας ήταν Λεοντίνος
ο Ηγήμων Θάσιος
ο Ηρόδοτος Αλικαρνασσέας
ο Ιππίας Ηλείος
ο Ιπποκράτης Κώος
ο Ιππόδαμος Μιλήσιος
ο Ίων Χίος
ο Λυσίας Συρακούσιος
ο Πολύγνωτος Θάσιος
ο Θεόφραστος Λέσβιος
ο Θρασύμαχος Χαλκηδόνιος
ο Ζήνωνας Κιτιέας από την Κύπρο.

Σύνοψη περί των μετοίκων

Όπως λοιπόν παρατηρούμε, στην Αρχαία Ελλάδα, πολίτες στις διάφορες πόλεις ήσαν μόνον οι αυτόχθονες καί όχι οι μέτοικοι. Προσωπικώς πιστεύω ότι στο πρόβλημα των ξένων που απασχολεί την σύγχρονη Ελλάδα, η λύση είναι η υπαγωγή των ξένων στο καθεστώς του μετοίκου.

δ) Παιδιά

Τα παιδιά στην Αρχαία Ελλάδα, αλλά ιδίως στην Αρχαία Αθήνα, ήσαν πολύ σημαντικά για το μέλλον της κοινωνίας. Με νόμο του Περικλή, Αθηναίοι πολίτες έπρεπε να είναι μόνον όσοι είχαν καί τους δύο γονείς Αθηναίους (Πλουτάρχου Περικλής, κεφάλαιο 37, εδάφιο 3).

Δεύτερον, με νόμο του ρήτορα Αριστοφώντα, τα παιδιά που δεν γεννήθηκαν από Αθηναία θεωρούνταν νόθα. Δημοσιεύθηκε μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403π.α.χ.χ. στην Αθήνα, επί άρχοντα Ευκλείδη.

Τρίτον, μεταξύ ενός νόθου καί μίας νόθης δεν αναγνωριζόταν συγγένεια από την ημέρα που ανέλαβε άρχοντας ο Ευκλείδης (δηλαδή από την αποκατάσταση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας το 403π.α.χ.χ.). Αυτό το αναφέρει ο Αριστοφάνης στις Όρνιθες.

Τέταρτον, Ο υιοθετημένος δεν επιτρεπόταν να επιστρέψει στην φυσική οικογένειά του, αν δεν άφηνε στην θετή γνήσιο παιδί. Αυτό το αναφέρει ο ρήτορας Ισαίος στον λόγο του Περί Φιλοκτήμονος κλήρο.

Πέμπτον, επιτρεπόταν να υιοθετηθεί μόνον ζωντανό παιδί. Αυτό αναφέρει ο Δημοσθένης στον λόγο του Προς Λεωχάρη.

Έκτον, οι γονείς μπορούσαν να δώσουν ό,τι όνομα ήθελαν στο παιδί τους καί να το ακυρώσουν. Αυτό αναφέρει ο Δημοσθένης στον λόγο του «Προς Βοιωτόν περί του ονόματος». Σχόλιο: δηλαδή η ονοματοδοσία γινόταν από τους γονείς καί όχι από το ιερατείο.

Έβδομον, αν κάποιος κατέγραφε στα ληξιαρχικά βιβλία ένα παιδί ως φυσικό ή θετό παιδί του, όφειλε να ορκισθεί στα ιερά ότι το είχε με αστή καί ότι αυτό γεννήθηκε νόμιμα καί είναι το φυσικό ή θετό παιδί του. Αυτό το αναφέρει ο Ισαίος στον λόγο του «Περί του Απολλοδώρου κλήρου».

Όγδοον, την ημέρα της καταγραφής των παιδιών έπρεπε να θυσιάζονταν στους θεούς ζώα ορισμένου βάρους, μία κατσίκα βάρους 50 μνων καί δύο πρόβατα βάρους 48 μνων.

Ένατον, οι γονείς μπορούν να αποκηρύξουν τα παιδιά τους. Αυτά αναφέρονται στο έργο του Πλάτωνος «Περί Νόμων», καθώς καί από τον Λουκιανό.

Δέκατον, αν κάποιος έπιανε τις κόρες ή τις αδελφές του να συνευρίσκονται ερωτικώς με άνδρες αν καί είναι παρθένες, μπορούσε να τις πουλήσει ως δούλες (Πηγή: Πλουτάρχου Βίος Σόλωνα κεφάλαιο 23).

Ενδέκατον, τα παιδιά έπρεπε να διδάσκονται το κυνήγι καί τα γράμματα, ενώ στην συνέχεια οι φτωχοί έπρεπε να διδάσκουν στα παιδιά τους το εμπόριο, την γεωργία καί τις τεχνικές δεξιότητες, ενώ οι πλούσιοι έπρεπε να διδάσκουν στα παιδιά τους την γυμναστική, το κυνήγι, την ιππασία καί την φιλοσοφία (Πηγή: Ισοκράτους Αρεοπαγιτικός 44 - 45)

Δωδέκατον, αυτός που κτυπούσε ή δεν έτρεφε έ δεν παρείχε κατοικία καί τα αναγκαία προς το ζην στους γονείς του, έχανε τα πολιτικά δικαιώματά του (Πηγή: Ισαίος Κύφωνος κλήρου).

Δέκατον τρίτον, αν κάποιος κακομεταχειριζόταν τους γονείς του ή έμπαινε σε απαγορευμένο μέρος, έπρεπε να συλληφθεί από τους Ένδεκα καί να οδηγηθεί στο δικαστήριο της Ηλιαίας, στην οποία του επιβαλλόταν είτε σωματική είτε χρηματική ποινή, ενώ αν η ποινή ήταν χρηματική, φυλακιζόταν μέχρι να πληρώσει (Πηγή: Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους 106 - 107).

Δέκατον τέταρτον, ο γιος δεν ήταν υποχρεωμένος να γηροκομεί τον πατέρα του, αν δεν τον είχε διδάξει καμμία τέχνη(Γαληνός).

Δεκατον πέμπτον, οι γεννηθέντες από εταίρα δεν ήσαν υποχρεωμένοι να γηροκομήσουν τους γονείς τους (Συνέσιος).

Δέκατον έκτον, αν κάποιος προσήγαγε στο δικαστήριο κληρονόμο κατηγορώντας πατέρα του κληρονόμου, ο κληρονόμος όφειλε να υπερασπισθεί τον πατέρα του (Πηγή: Δημοσθένης, Προς Κάλλιππον).

Δέκατον έβδομον, τα τέκνα όφειλαν να φροντίζουν τους γονείς τους, ενώ αν δεν τους φρόντιζαν, προσάγονταν στο δικαστήριο καί δεν τους ανετίθετο κανένα δημόσιο αξίωμα (Ξενοφώντος Απομνημονεύματα).

Δέκατο όγδοο, ο γιος μπορούσε να κατηγορήσει τον πατέρα του ως τρελλό από αρρώστιες ή γηρατειά, αν ο πατέρας φερόταν με άσχημο τρόπο. Καί αν αποδεικνυόταν ο πατέρας παράφρων, ο γιος μπορούσε καί να τον φυλακίσει.

Ακόμη, τα παιδιά είχαν πάντα περίοπτη θέση στην Ελληνική κοινωνία. Ήδη στην Ιλιάδα ο Φοίνικας αναφέρεται ως παιδαγωγός του Αχιλλέα. Ο Πλούταρχος, είναι ο πρώτος άνθρωπος από όσο ξέρουμε στην Παγκόσμια Ιστορία, που έγραψε ειδικό έργο για την αγωγή των παιδιών, το «Περί παίδων αγωγής ή παιδαγωγία», ενώ μερικούς αιώνες αργότερα, οι «Βυζαντινοί» έλεγαν ότι «Όποιος δεν δαρθεί δεν μαθαίνει», όπως σημειώνει ο Φαίδων Κουκουλές στο βιβλίο του «Βυζαντινών βίος καί πολιτισμός».

Άρα λοιπόν καταρρίπτεται καί αυτή η χριστιανική θέση.

ε) Φτωχοί

Η θέση ότι οι φτωχοί δεν συμμετείχαν στην πολιτική ζωή της Αρχαίας Αθήνας, είναι εξόχως αντιεπιστημονική καί ανακριβής. Οι φτωχοί συμμετείχαν καθ' όλη την διάρκεια του δημοκρατικού πολιτεύματος, ενώ αποκλείονταν όταν υπήρχε τιμοκρατικό ή ολιγαρχικό πολίτευμα.

Ας δούμε λοιπόν την συνοπτική ιστορία της πολιτειακής εξέλιξης στην Αρχαία Αθήνα.

Έτη Πολίτευμα

594 - 561π.α.χ.χ. Τιμοκρατικό του Σόλωνα
561 - 560π.α.χ.χ. Τυραννίδα Πεισιστράτου
560 - 558π.α.χ.χ. Τιμοκρατικό του Σόλωνα
558 - 556π.α.χ.χ. Τυραννίδα Πεισιστράτου
556 - 546π.α.χ.χ. Τιμοκρατικό του Σόλωνα
546 - 527π.α.χ.χ. Τυραννίδα Πεισιστράτου
527 - 510π.α.χ.χ. Τυραννίδα Ιππία, γιου του Πεισιστράτου
510 - 411π.α.χ.χ. Πρώτη Αθηναϊκή Δημοκρατία
411π.α.χ.χ. (4 μήνες) Καθεστώς των Τετρακοσίων υπό τον Πείσανδρο
411 - 404π.α.χ.χ. Δεύτερη Αθηναϊκή Δημοκρατία
404 - 403π.α.χ.χ.(8 μήνες) Καθεστώς των Τριάντα Τυράννων υπό τον Κριτία
403 - 322π.α.χ.χ. Τρίτη Αθηναϊκή Δημοκρατία
322 - 307π.α.χ.χ. Τιμοκρατικό πολίτευμα
307 - 270π.α.χ.χ. Τέταρτη Αθηναϊκή Δημοκρατία
270 - 268π.α.χ.χ. Πρώτη Μακεδονική κατοχή
268 - 261π.α.χ.χ. Πέμπτη Αθηναϊκή Δημοκρατία
261 - 229π.α.χ.χ. Δεύτερη Μακεδονική κατοχή
229 - 86π.α.χ.χ. Έκτη Αθηναϊκή Δημοκρατία
86π.α.χ.χ.: Οι Ρωμαίοι, με αρχηγό τον Σύλλα, κυριεύουν την Αθήνα καί την προσαρτούν στο Ρωμαϊκό κράτος.

Συνοπτικώς, πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής: Στο τιμοκρατικό πολίτευμα του Σόλωνα, η συμμετοχή στα δημόσια αξιώματα, ήταν ανάλογη της περιουσίας που είχε κάθε πολίτης. Δηλαδή ο άπορος δεν συμμετείχε σε κανένα, ενώ ο πλουσιότατος συμμετείχε σε όλα.Στην περίοδο κατά την οποία κυβερνούσαν ο Πεισίστρατος καί ο γιος του Ιππίας, υπήρχε τυραννίδα, η οποία επίσης ακολουθούσε το πολίτευμα του Σόλωνα. Άρα για την περίοδο 594 - 510π.α.χ.χ. δεν μπορεί να γίνεται λόγος για δημοκρατία.

Την περίοδο 510 - 411π.α.χ.χ., στην οποία εδραιώνεται η Αθηναϊκή Δημοκρατία, μπορεί κάποιος να την χωρίσει σε δύο υποπεριόδους ως προς την πολιτειακή μορφή της. Η πρώτη είναι τα έτη 510 - 462π.α.χ.χ., όταν η Αθηναϊκή Δημοκρατία είναι συντηρητική καί περιορίζεται η λαϊκή θέληση από την ισχύ του Αρείου Πάγου, όπως είχε πρωτοκαθιερωθεί στο τιμοκρατικό πολίτευμα από τον Σόλωνα καί διετήρησε καί ο Κλεισθένης. Η δεύτερη περίοδος είναι τα έτη 462 - 411π.α.χ.χ., όταν οι δημοκρατικοί πολιτικοί Εφιάλτης καί Περικλής αφαιρούν τις πολιτικές αρμοδιότητες από τον Άρειο Πάγο καί τις παραχωρούν στην Εκκλησία του Δήμου, την Ηλιαία καί σε άλλους θεσμούς, ενώ ο Άρειος Πάγος περιορίζεται σε ένα δικαστήριο για φόνους. Για την πολιτική αλλαγή του Εφιάλτη καί του Περικλή αναφέρεται ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά, στο βιβλίο Β´, στο κεφάλαιο 12, στο εδάφιο 1274 a 7 - 11. Επί λέξει λέγει ο Αριστοτέλης τα εξής:

καί τήν μέν εν Αρείω πάγω βουλήν Εφιάλτης εκόλουσε καί Περικλής,
τά δέ δικαστήρια μισθοφόρα κατέστησε Περικλής, καί τούτον δή
τόν τρόπον έκαστος των δημαγωγών προήγαγεν αύξων εις τήν νύν
δημοκρατίαν.

Απόδοση Κάκτου

Την εξουσία της Βουλής του Αρείου Πάγου περιόρισαν ο Εφιάλτης καί
ο Περικλής, ο οποίος όμως όρισε για τους δικαστές μισθό, κι έτσι κάθε
δημαγωγός συντελούσε όλο καί περισσότερο στη διαμόρφωση της
σημερινής δημοκρατίας.

Αλλά μετά καί από αυτά η Αθηναϊκή Δημοκρατία προχώρησε. Βεβαίως, μετά την τυραννίδα των Τετρακοσίων είχε περιορισθεί καί Για οκτώ μήνες την περίοδο 404 - 403π.α.χ.χ. είχε καταργηθεί από τους Τριάντα Τυράννους, αλλά καί πάλι την περίοδο 403 - 322π.α.χ.χ. είχε πάλι αποκατασταθεί. Αλλά αυτά που θα πω ισχύουν για την Αθηναϊκή δημοκρατία συνολικώς. Στην Αθηναϊκή Δημοκρατία, μετά την μεταρρύθμιση του Εφιάλτη καί του Περικλή, δεν εμποδιζόταν κανένας λόγω φτώχειας να μετέχει στην πολιτική ζωή. Αυτό μας το επιβεβαιώνουν πλείστες ιστορικές πηγές. Αρχίζω με τον πασίγνωστο «Επιτάφιο» του Περικλή για τους πρώτους νεκρούς Αθηναίους του Πελοποννησιακού Πολέμου:

Χρώμεθα γάρ πολιτείαν ου ζηλούση τούς των πέλας νόμους, παράδειγμα
δέ μάλλον αυτοί όντες τισίν ή μιμούμενοι ετέρους. καί όνομα μέν διά το
μη ες ολίγους αλλ' ες πλείονας οικείν δημοκρατία κέκληται. μέτεστι δε
κατά μέν τους νόμους προς τα ίδια διάφορα πάσι το ίσον, κατά δε την
αξίωσιν, ως έκαστος εν τώ ευδοκιμεί, ουκ από μέρους το πλέον ες τά
κοινά ή απ' αρετής προτιμάται, ουδ' αύ κατά πενίαν έχων γέ τι αγαθόν
δράσαι την πόλιν, αξιώματος αφανεία κεκώλυται.

Απόδοση Κάκτου

Έχουμε πολίτευμα που δεν αντιγράφει των άλλων τους νόμους, αλλά
πιο πολύ είμαστε εμείς παράδειγμα σε μερικούς παρά μιμητές τους.
Κι έχει τούτο το πολίτευμα το όνομα δημοκρατία, γιατί δε διοικούν
οι λίγοι, αλλά οι περισσότεροι. Κι είναι όλοι οι πολίτες μπροστά
στους νόμους ίσοι για τις ιδιωτικές τους διαφορές. Για την προσωπική
όμως ανάδειξη καί τις τιμές, καταπώς ξεχωρίζει καθένας σε κάτι
προτιμιέται στα δημόσια αξιώματα, πιο πολύ γιατί είναι ικανός παρά γιατί
τον ανέδειξε ο κλήρος. Ούτε πάλι κάποιος, επειδή είναι φτωχός, κι ενώ
μπορεί να κάμει κάτι καλό στην πολιτεία, εμποδίζεται απ' αυτήν την
ασήμαντη κοινωνική του θέση.

Πηγή: Θουκυδίδη Ιστορία, βιβλίο Β´, κεφάλαιο 37, εδάφιο 1, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1.991μ.α.χ.χ.

Αυτά τα έλεγε ο Περικλής τον χειμώνα του 431π.α.χ.χ. στον «Επιτάφιό» του. Επειδή ίσως πουν μερικοί ότι αυτά είναι απλώς ρητορικές υπερβολές του Περικλή, σημειώνω ότι από τους πολιτικούς διαδόχους του Περικλή ο Κλέων ήταν βυρσοδέψης, ο Φωκίωνας αργότερα ήταν φτωχός σε τέτοιο σημείο που όπως γράφει ο Πλούταρχος (Πλουτάρχου Φωκίων 18,3) ο Φωκίωνας έβγαζε νερό από το πηγάδι για να πλένει τα πόδια του.

Επίσης φτωχοί πολιτικοί από οικονομικής άποψης ήταν ο Αριστείδης ο λεγόμενος δίκαιος σε προηγούμενη εποχή, του οποίου οι κόρες άργησαν να παντρευτούν (Πλουτάρχου Αριστείδης 1,1), ενώ σε άλλο σημείο (Πλουτάρχου Αριστείδης 27,1 - 5), αναφέρεται ότι τον τάφο του Αριστείδη τον έφτιαξε η πόλη, οι κόρες του παντρεύτηκαν με δημόσια δαπάνη από το Πρυτανείο καί η πόλη έδωσε στην κάθε μία τους τρεις χιλιάδες δραχμές, ο Λυσίμαχος ο γιος του Αριστείδη έλαβε εκατό μνες από άργυρο καί εκατό πλέθρα γης, ενώ η Πολυκρίτη κόρη του Λυσιμάχου καί εγγονή του Αριστείδη αποφασίστηκε να σιτίζεται από τον δήμο με σιτηρέσιο ίσο προς αυτό των Ολυμπιονικών. Η άλλη εγγονή του Αριστείδη η Μυρτώ, έμενε με τον Σωκράτη επειδή ήταν χήρα καί άπορη.

Ένας άλλος εγγονός του Αριστείδη ο Λυσίμαχος, ήταν τόσο άπορος που ερμήνευε τα όνειρα για να ζήσει, ώσπου έπεισε τον δήμο να χορηγήσει στην μητέρα καί την αδελφή του από τρείς οβολούς την ημέρα. Από την άλλη, ο ρήτορας Δημοσθένης, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος (Πλουτάρχου Δημοσθένης 4, 1 - 3), καταγόταν από εύπορη οικογένεια, αφού ο πατέρας του, ο οποίος λεγόταν επίσης Δημοσθένης, είχε εργαστήριο μαχαιροποιίας, όπου απασχολούσε δούλους. Όταν λοιπόν ο πατέρας Δημοσθένης πέθανε, ο υιός Δημοσθένης έμεινε ορφανός καί την περιουσία, που ήταν περίπου δεκαπέντε τάλαντα, ανέλαβαν να την διαχειρισθούν κάποιοι επίτροποι. Αυτοί άλλα χρήματα σφετερίστηκαν καί άλλα αμέλησαν.

Όταν ο Δημοσθένης έγινε ενήλικος, μήνυσε τους επιτρόπους, αλλά αν καί στο τέλος επικράτησε δεν μπόρεσε να σώσει τίποτε από την περιουσία του (Πλουτάρχου Δημοσθένης 6, 1).

Επίσης καί ο κωμικός ποιητής Αριστοφάνης ανήκε στην τάξη των μικροτεχνιτών καί μικροϊδιοκτητών. Επομένως, το επιχείρημα ότι τάχα οι φτωχοί στην Αρχαία Αθήνα δεν είχαν φωνή καί λόγο, με βάση όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται ψευδές.

Συνοψίζοντας στην πολιτική από τους φτωχούς έχουμε τον Αριστείδη, τον Κλέωνα, τον Φωκίωνα, τον Δημοσθένη, ενώ στην κωμωδία έχουμε τον Αριστοφάνη, ενώ ακόμη καί στην φιλοσοφία έχουμε τον Σωκράτη που επίσης ήταν φτωχός, πράγμα που αποδεικνύει ότι αυτή η θέση δεν ισχύει κατά καμμία έννοια. Είναι απολύτως αντιεπιστημονική.

Στο Βυζάντιο όμως, είχαμε γυναίκες Αυτοκράτειρες. Αυτό σου λέει κάτι για την πολιτισμική διαφορά; Σου λέει κάτι ότι με τους δούλους δεν τάιζαν τις σμέρνες; Ότι δεν τους έκαιγαν ζωντανούς; Σου λέει κάτι ότι ένας απλός στρατιώτης μπορούσε να γίνει αυτοκράτορας; ότι οι γυναικες κυκλοφορούσαν ελεύθερες;

Για κάποιους, το να υπάρχουν δικαιώματα και ελευθερίες είναι εγαλύτερο αγαθό από το να γεύονται 1 στους 1.000 τα αγαθά.


Κατ' αρχάς το λεγόμενον «Βυζάντιο» ή επί το ορθότερο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος δεν ήταν ποτέ του Ελληνικό. Άρα δεν είχαμε, αλλά είχε. Κατά δεύτερο λόγο, δεν είναι τεκμήριο το γεγονός ότι επειδή γινόταν ένας απαίδευτος στρατιωτικός (Ιουστίνος Α´, 518 - 527μ.α.χ.χ.) ή μία πόρνη αυτοκράτειρα (Θεοδώρα, 527 - 549μ.α.χ.χ.) ή μία παλλακίδα, ότι αυτό καταξιώνει την γυναίκα ή αυτό το κράτος. Αν θέλεις, διάβασε τις γνώμες μερικών μεγάλων διανοητών καί μετά απάντησε σε αυτούς αν βεβαίως μπορείς.

Κατά του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους κατεφέρθησαν μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Ανώνυμος Έλληνας, ο Νεόφυτος Βάμβας, ο Στέφανος Κουμανούδης, ο Μιχαήλ Ποτλής, ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης καί ο Κωνσταντίνος Σάθας, για να αναφέρω μερικούς. Ας δούμε λοιπόν τί πίστευαν αυτοί οι μεγάλοι άνδρες για αυτό το κράτος.

Α) Αδαμάντιος Κοραής

1) Σάλπισμα Πολεμιστήριον, 1.801μ.α.χ.χ., σελίδες 8 - 9

Μετακομίσαντες έπειτα τον αυτοκρατορικόν θρόνον εις το Βυζάντιον, έδωκαν καί εις εσάς, ω τέκνα μου, τους Γραικούς, των παλαιών Ελλήνων τους απογόνους, το όνομα των Ρωμαίων, όνομα το οποίον μήτε εις αυτούς πλέον δεν ήρμοζεν, επειδή τα στρατεύματα, αντί γνησίων Ρωμαίων ανεβίβαζον πολλάκις εις τον αυτοκρατορικόν θρόνον Θράκας, Βουλγάρους, Ιλλυριούς, Τριβαλλούς, Αρμενίους, καί άλλους τοιούτους τρισβαρβάρους δεσπότας. των οποίων ο ζυγός έγινε τόσον βαρύτερος, όσον καί τα φώτα της Ελλάδος ηφανίζοντο έν μετά το άλλο, καί οι ταλαίπωροι Έλληνες έχασαν έως καί το προγονικόν αυτών όνομα, αντί Γραικών ονομασθέντες Ρωμαίοι.

2) Τί πρέπει νά κάμωσιν οι Γραικοί εις τάς παρούσας περιστάσεις; Διάλογος δύο Γραικών κατοίκων τής Βενετίας, όταν ήκουσαν τάς λαμπράς νίκας τού Αυτοκράτορος Ναπολέοντος. Εις την Βενετίαν, 1.805μ.α.χ.χ., σελίδα 33:

Ελησμόνησες, φίλε μου, πράγμα, το οποίον σκανδαλίζει όλην την Ευρώπην. Όταν από τάς ανοήτους δαπάνας του Ιουστινιανού, καί των καθεξής ανοητοτέρων άλλων αυτοκρατόρων, εβαρβαρώθη το γένος των Γραικών, φυσικά έπρεπε καί ν' αγριωθή. επειδή, αν η παιδεία ημερόνη τά ήθη, τής απαιδευσίας ο καρπός εξ ανάγκης είναι η αγριότης. Τα πρώτα τής αγριότητος παραδείγματα έρρευσαν από τών Γραικορρωμαίων Αυτοκρατόρων τήν βασιλικήν αυλήν, καί κατέκλυσαν όλον το γένος. Εις αυτήν οι άνδρες τάς γυναίκας, τους άνδρας αι γυναίκες, τά τέκνα τους γονείς, οι αδελφοί τους αδελφούς, ετύφλωσαν, ερινοτόμησαν, έσφαξαν. καί η βασιλική αυλή κατεστάθη αληθινόν μακελλείον, ως το μαρτυρεί η Βυζαντινή ιστορία. Τοιαύται ασέβειαι καί παρανομίαι συνέβησαν τότε καί εις άλλας βασιλικάς αυλάς βαρβαροτέρας της Βυζαντινής αυλής, καί συμβαίνουσι σήμερον εις τους Τούρκους.

3) Περί των Ελληνικών συμφερόντων διάλογος δύο Γραικών, εκ της εν Ύδρα Ελληνικής τυπογραφίας 1.825μ.α.χ.χ., σελίδες 41 - 42:

ΦΥΞ[ΑΡΧΟΣ]. Ελησμόνησες, ως φαίνεται, ότι ωνομαζόμεθα Ρωμαίοι, καί όχι Γραικοί ή Έλληνες. ότι αυτοί οι Τούρκοι δε μας ωνόμαζαν αλλέως παρά Ρωμαίους.
ΦΙΛ[ΑΡΧΟΣ]. Αλήθεια τούτο. Ουρούμ μάς ωνόμαζαν οι βάρβαροι.
ΦΥΞ. Καί δικαίως. Διότι μάς ήρπασαν όχι από Μιλτιαδών καί Θεμιστοκλέων, συμπολιτών Ελλήνων, κραταιούς
βραχίονας, αλλ' από παραλυμένας δεσποτών χείρας, των Γραικορωμαίων αυτοκρατόρων.
ΦΙΛ. Τους οποίους όμως το πολιτικόν μας σύνταγμα ονομάζει αειμνήστους.
ΦΥΞ. Αειμνήστους, κατά την αειμνηστίαν του Εροστράτου. ως έκαυσεν εκείνος τον ναόν της Εφεσίας Αρτέμιδος, κατηδάφισαν καί οι αείμνηστοι ούτοι τον ασυγκρίτως ιερώτερον ναόν της ελευθερίας. Από των αειμνήστων λοιπόν δεσποτών τούτων τάς χείρας μας ήρπασαν δεσπόται αγριώτεροι, οι Τούρκοι, μέλλοντες καί αυτοί με
τον καιρόν να ονομασθώσιν αείμνηστοι.

Β) Ανώνυμος ο Έλλην, Ελληνική Νομαρχία ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας,
εν Ιταλία 1.806μ.α.χ.χ., σελίδες 69 - 71,επανέκδοση από τις εκδόσεις
Βιβλιο - ΒΑΡΔΙΑ, Θεσσαλονίκη 2.006μ.α.χ.χ.


Από τότε, λοιπόν οπού εστερεώθη ο χριστιανισμός, έως του 1453, αντίς να αυξήσουν τα μέσα της ελευθερώσεώς των, φευ! εσμικρύνοντο. Η δεισιδαιμονία καί ο ψευδής τε καί ο μάταιος ζήλος των ιερέων καί πατριαρχών, κατεκυρίευσε τας ψυχάς των βασιλέων, οι οποίοι, αντίς να επεμελούντο εις το να διοικώσι τον λαόν, καθώς έπρεπε, άλλο δεν εστοχάζοντο, παρά να φιλονικώσι τον λαόν, καθώς έπρεπε, αλλά δεν εστοχάζοντο, παρά να φιλονικώσι καί να κτίζωσιν εκκλησίας. Τότε εις την Ελλάδα εφάνησαν τρεις κυριότητες. Η τυραννία, το ιερατείον, καί η ευγένεια, αι οποίαι διά ένδεκα αιώνας σχεδόν, κατέφθειραν τους Έλληνας καί κατερήμωσαν την Ελλάδα. Η ματαιότης των πατριαρχών, καί πάππων επροξένησαν το σχίσμα ανάμεσον ημών καί των Λατίνων, καί η δεισιδαιμονία ήνωσαν εις αυτό έν μίσος φοβερόν μέχρι της σήμερον. Αφού, λέγω, το ιερατείον ηθέλησε να ενώση τα εκκλησιαστικά εντάλματα
με τους πολιτικούς νόμους, διά να τιμάται εν ταυτώ καί να ορίζη χωρίς δυσκολίαν, εκατάλαβεν, ότι αναγκαίον ήτον πρότερον να τυφλώση τον λαόν με την αμάθειαν, διά να στερεώση καλλιότερα τον σκοπόν του, καί ούτως επροσπάθησεν να εσβήση κάθε σπουδήν εις την Ελλάδα, καί υπερασπίσθη την αμάθειαν. Αι επιστήμαι, οπού πρότερον ήνθιζον, άρχισαν να μαρανθώσι, τα σχολεία εσφαλίσθησαν, οι διδάσκαλοι εμωράνθησαν, καί η αλήθεια με την φιλοσοφίαν εξωρίσθησαν. Άλλο βιβλίον δεν ευρίσκετο, ειμή τα πονήματα των ιερέων. Κάθε φιλόλογος άλλο δεν ημπορούσε να αναγνώση, ειμή τά θαύματα καί τους βίους των αγίων, καί οι ταλαίπωροι Έλληνες, αγκαλά
καί φιλελεύθεροι, υστερημένοι όμως από το φως της φιλοσοφίας, έγιναν σχεδόν δούλοι κατά συνήθειαν, μεμεθυσμένοι δε από την αμάθειαν καί δεισιδαιμονίαν, υπήκουον καί εφοβούντο τους τυράννους των, χωρίς να ηξεύρουν το διατί. Ένας αφορισμός του αρχιερέως ετρόμαζεν τόσα μιλλιούνια ανθρώπων. Ω δεισιδαιμονία, πόσον φοβερά είσαι ανάμεσα εις τα ανθρώπινα πάθη, καί πόσον ουτιδανώνεις την ανθρωπότητα, όταν κυριεύσης τας ψυχάς των απλών καί αμαθών λαών, οι οποίοι τόσον απομωρώνονται, οπού τρέμουσιν εις την ψευδή λαλιάν σου, καθώς τα βρέφη φοβούνται έναν όφιν ξύλινον, ή ένα χαλκούν λέοντα!

***

Εις τοιαύτην κατάστασιν, αδελφοί μου, ευρίσκετο η Ελλάς, όταν προ 453 χρόνων από της σήμερον, η αυτή δεισιδαιμονία καί η αμάθεια είχεν αναβιβάσει εις υψηλόν θρόνον ένα αχρείον Αιθίοπα, ο οποίος ώρμησε με τα άρματα του ψεύδους καί της πλάνης καί εκυρίευσεν σχεδόν το τέταρτον μέρος της γης. Η Ελλάς δεν ημπόρεσεν βέβαια να αποφύγη τον ζυγόν του, ούτως προητοιμασμένη. Όθεν, καί εις βραχύτατον διάστημα έκλινε τον αυχένα εις την τυραννικήν ράβδον του Μωάμεθ. Η εύκαρπος γη της Ελλάδος εγέμισεν από βαρβάρους αλλοτρίου ορίζοντος, καί τοιούτης λογής, ο ουτιδανός καί αχρείος θρόνος των οθωμανών υψώθη εις την Κωνσταντινούπολην, καί ευρίσκεται μέχρι της σήμερον, αγκαλά, καί να είναι εις το τέλος του πλησιέστατος..

Ω! πόσον έκλαυσαν οι Έλληνες μετέπειτα! Αλλά ματαίως. Ο εχθρός των ήτον μεγάλος. Αυτοί, εκυβερνούντο από σκιάς καί φαντάσματα, καί αφού απέρασαν την τυραννίαν των Ρωμαίων καί έπειτα των Ιερέων, εκατήντησαν, τέλος πάντων, να υποκύψουν εις την πλέον σιχαμεράν καί βάρβαρον κυριότητα, λέγω, εις την τυραννίαν των οθωμανών. Τα ήθη των, αγκαλά καί να μην ήτον παντάπασιν διεφθαρμένα, δεν ημπόρεσαν όμως να τους ελευθερώσωσι από την δυναστείαν των Ρωμαίων, επειδή οι εχθροί των ήτον δυνατοί καί πολλοί, η δεισιδαιμονία δε καί η αμάθεια προητοίμασε διά πολλούς αιώνας την δόξαν του αχρείου Μωάμεθ, καί ούτως η τυραννία των οθωμανών, εις διάστημα τεσσάρων αιώνων, έφερε την Ελλάδα εις τόσον αθλίαν κατάστασιν, οπού κανείς, βέβαια, κανείς δεν ήθελε να το πιστεύσει, αν όλοι ημείς, ω Έλληνες, δεν το εγνωρίζαμεν, καθώς το γνωρίζομεν καί το πάσχομεν καθημερινώς.

Δύο αίτια με εμπόδισαν, ω αγαπητοί μου Έλληνες, οπού δεν εδιηγήθην καταλεπτώς τας αιτίας, οπού έφερον την Ελλάδα εις την δουλείαν των Ρωμαίων. Πρώτο μέν, ότι το επιχείρημα εχρειάζετο μίαν διεξοδικωτάτην περιγραφήν, διά να μην μείνη ατελές, καί δεύτερον, έχοντας σκοπόν να ομιλήσω πλατύτερα διά τάς αιτίας, οπού έως την σήμερον την φυλάττουσι δούλην υπό των οθωμανών, ενόμισα, ότι αι αυταί αιτίαι, αν καί εις το όλον δεν ομοιάζουσι με εκείνας, βέβαια, εις μέρος αυτών, ημπορούσι να αναφέρωνται μετά πάσης της ισότητος, καί ο αναγνώστης ευκόλως ημπορεί να προϊδή από τάς παρούσας τάς παρελθούσας.

Γ) Θεόκλητος Φαρμακίδης - 1.826μ.α.χ.χ.

Οι Βυζαντινοί, καί πολιορκούμενοι παρά του Σουλτάνου, δεν έπαυον από του να φιλονικώσι περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, περί ενζύμων καί αζύμων κ.τ.τ., δεν έπαυον από του να σπυδαρχώσιν. Οι απόγονοι των διεφθαρμένων Βυζαντινών δεν άρχισαν ακόμη τάς θεολογικάς έριδας, διότι ακόμη δεν ελευθερώθησαν. Έχουσιν όμως όλα τ' άλλα ελαττώματα εκείνων. Άθλιον γένος.

Δ) Για να δούμε καί τα γραπτά του Κωνσταντίνου Σάθα:

1) «Εις την μακράν καί περίεργον περιγραφήν του τε βίου καί των έξεων των αιμοβόρων καί φιλαρπάγων τούτων ψευδοκαλογήρων, έτερος στρατοκαλόγηρος διαδραματίσας απαίσιον πρόσωπον εν τω Ελληνικώ δράματι είνε ο ιδρυτής της εν Πάτμω μονής του Θεολόγου άγιος Χριστόδουλος, όστις μετά του υπ' αυτόν μέλανος στρατού διέτρεχε τάς νήσους του Αιγαίου μέχρις Ευβοίας, καταστρέφων Ελληνικά μνημεία, εν οίς ρητώς μνημονεύει η βιογραφία του το εν Πάτμω άγαλμα της Αφροδίτης καμωμένον με πολλήν τέχνην. Όταν οι Άγγλοι Σταυροφόροι επεσκέφθησαν την Ρόδον εξεπλάγησαν επί τοίς Αποκειμένοις έτι εν τή νήσω σωροίς των ερειπίων». Πηγή: Κωνσταντίνου Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη.

2) Αλλού ο Κωνσταντίνος Σάθας αναφέρει: «εν τούτοις εν μέσω της ζοφεράς εκείνης αγροικίας διετηρήθη ως καθαρός αδάμας ο Ελληνικός νούς».

Ε) Ο Μιχαήλ Ποτλής, καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου, το 1.859μ.α.χ.χ. σε ομιλία του στον ακαδημαϊκό εναρκτήριο λόγο του, λέγει ότι στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος δεν υπήρχε εκκλησιαστικό δίκαιο καί συνεχίζει: «Αλλά την πρώτην ταύτην έκπληξιν ημών θέλει διαδεχθή άλλη έτι μεγαλυτέρα, όταν την ιστορίαν εξετάζοντες, καί τα περισωθέντα εις ημάς κείμενα της βυζαντινής φιλολογίας αναδιφώντες, πληροφορηθώμεν ότι το ελάττωμα τούτο των Βυζαντινών δεν περιορίζεται εις μόνον το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον ότι ουδεμία επιστημονική επίδοσις καί ενέργεια αναφαίνεται καθ' όλην την μακράν ταύτην περίοδον. Εκτός ολίγων εξαιρέσεων, νούς στείρος καί άγονος, μάθησις ως επί το πολύ ατελής, συνήθως δε επιπόλαιος, επί πάσι δε, έλλειψις κρίσεως, μεθόδου καί καλλιτεχνίας είναι ο εν γένει χαρκατήρ των Βυζαντινών καθ' όλους σχεδόν τους κλάδους της επιστήμης εις ούς επεδόθησαν».

ΣΤ) Το 1.841μ.α.χ.χ. ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, Πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, τυπικός εκπρόσωπος των Φαναριωτών στην Ελλάδα, είπε στην συνέλευση των εταίρων επί της Ακροπόλεως: «Η βυζαντινή ιστορία είναι αλληλένδετος σχεδόν, καί μακροτάτη σειρά πράξεων μωρών, καί αισχρών βιαιοτήτων τού εις το Βυζάντιον μετεμφυτευθέντος Ρωμαϊκού Κράτους. Είναι στηλογραφία επονείδιστος της εσχάτης αθλιότητος καί εξουθενώσεως των Ελλήνων».

Ζ) Ο εκδότης της εφημερίδας Αθηνά στις 10 Νοεμβρίου 1.857μ.α.χ.χ. Εμμανουήλ Αντωνιάδης έγραφε για τους Βυζαντινούς: «Εγώ νομίζω ότι οι άνθρωποι αυτοί ήσαν προωρισμένοι να ευνουχίσουν τον ανθρώπινον νούν».

Η) Ο Νεόφυτος Βάμβας αναφέρει τα εξής για το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος:

«Αναλογιζόμενος λοιπόν τον μέγαν προορισμόν εις του οποίου την εκπλήρωσιν φαίνεται θεόθεν προτετταγμένον τούτο το μικρόν μέρος του Ελληνικού γένους[...] Οικείας αρετάς μιμούμενοι, καί οικεία αμαρτήματα φεύγοντες, δυνάμεθα να
φθάσωμεν εις τον θείον τούτον προορισμόν τον δακτυλοδεικτούμενον εις ημάς καί υπ' αυτού του Θεοπέμπτου Συντάγματος. Όθεν καί η υπεροχή παντός έθνους δεικνύεται εκ των μέσων, δι' ών εκ ταπεινού καί μικρού έγεινε μέγα καί ένδοξον. Τοιούτον ανεδείχθη το αρχαίον Ελληνικόν έθνος. Τοιούτον σύν Θεώ θέλει αναδειχθή καί το σημερινόν, εάν μιμηθή εκείνο εις τα άξια μιμήσεως[...] Τί άλλο λείπεται εις τους απογόνους, παρά να βαδίζωσι μετά προσοχής εις τον προορισμόν αυτών;»

Πηγή: Λόγος περί προόδου καί πτώσεως της αρχαίας Ελλάδος, εκφωνηθείς εν τώ Πανεπιστημίω Όθωνος τήν 20ήν Μα'ί'ου 1.844μ.α.χ.χ., υπό του Καθηγητού της Φιλοσοφίας Ν. Βάμβα, καί τυπωθείς δαπάνη του φιλομούσου
Θεοδώρου Ι. Νεγρεπόντου. Εν Αθήναις [α.ε.]