Tuesday 29 May 2007

Περί της υποτιθέμενης ομιλίας του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο

Πολλοί υποστηρίζουνε ότι ο Απόστολος Παύλος κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα οδηγήθηκε και μίλησε στον Άρειο Πάγο για τον “άγνωστο θεό” των Ελλήνων (τον οποίο, υποτίθεται, λάτρευαν ήδη οι Έλληνες εν αγνοία τους, υπάρχει μάλιστα και σχετική πινακίδα από το υπουργείο πολιτισμού δίπλα στον Άρειο Πάγο!!). Υποστηρίζουνε ακόμα πολλοί ότι εκεί διαδώθηκαν τα πρώτα ψήγματα χριστιανισμού και μάλιστα κάποιοι από τους Αρεοπαγίτες ακολούθησαν αυθωρεί τον Παύλο μετά το κήρυγμά του.

Κατ' αρχάς να πούμε ότι στον Άρειο Πάγο για πρώτη φορά δικάστηκε ο θεός Άρης (και αθωώθηκε) για το φόνο του Αλιρρόθιου, υιού του Ποσειδώνα, διότι ο Αλιρρόθιος προσπάθησε να βιάσει την Αλκίππη, θυγατέρα του Άρη [Παυσανίας, Α 21.4 και Α 28.5 καθώς και Απολλόδωρος Γ 14.2]. Ήτανε ιερό μέρος για τους Αθηναίους και εκεί εκδικάζονταν τα πιο ανόσια και απεχθή εγκλήματα (φόνοι εκ προμελέτης, και πατρο/μητρο/παιδοκτονίες) τα οποία άπτονταν θρησκευτικών ζητημάτων. Οι άλλες, πιο ελαφριές παραβάσεις εκδικάζονταν στην Ηλιαία και στα άλλα Αθηναϊκά δικαστήρια.

Κάθε δολοφόνος θεωρούτανε μιαρό πρόσωπο σύμφωνα με τις ελληνικές πεποιθήσεις και έτσι οι συνεδριάσεις του Αρείου Πάγου γινότανε μόνο τη νύχτα (και μάλιστα κατά τις ασέληνες νύχτες) διότι η όψη του φονιά δεν έπρεπε να μολύνει τους δικαστές και το ακροατήριο [Μ.Β. Σακελλαρίου, “Η Αθηναϊκή δημοκρατία”, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2000, σελίδα 317]. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως οι εκδικάσεις που γινότανε στον Άρειο Πάγο είχανε θρησκευτική χροιά.

Γνωρίζοντας πλέον τι ακριβώς ήτανε και αντιπροσώπευε ο Άρειος Πάγος, δύο πράγματα θα μπορούσανε να συμβούνε

α) Ή ο Παύλος ποτέ δεν προσήχθη στον Άρειο Πάγο ή β) διέπραξε κάποιον φόνο.

Δεν ήτανε δυνατόν να αναπτύξει τις θρησκευτικές του ιδέες στον Άρειο Πάγο διότι απλώς ο Άρειος Πάγος δεν προσφερότανε για θεολογικές συζητήσεις. Αυτό είναι κάτι που έπρεπε να γίνει στην αγορά της Αθήνας. Αν υποθέσουμε δε ότι ο συγγραφέας των Πράξεων αναφέρεται στον Άρειο Πάγο ως δικαστικό σώμα, πάλι πρέπει να μπούμε σε σκέψεις γιατί θα έπρεπε να μιλήσει μπροστά σε δικαστές και όχι στο ακροατήριο της αγοράς; Τα δικστήρια είναι για να δικάζουνε και όχι για να ακούνε τις πεποιθήσεις του καθενός, ασχέτως πόσο σύμφωνες ή ασύμφωνες είναι με το πνεύμα της εποχής.

Το επίμαχο σημείο στις Πράξεις των Αποστόλων [17.19] λέει “επιλαβόμενοί τε αυτού επί τον Άρειον Πάγον ήγαγον...”. Η λέξη “επιλαβόμενοι” είναι μετοχή του ρήματος “επιλαμβάνω” το οποίο σημαίνει λαμβάνω επί τινί, λαμβάνω κέρδος, καταλαμβάνω, προσβάλλω, φθάνω, εκτείνομαι, πιάνω, κρατώ, σταματώ (ιδία με αιτιατ.), μεσ. και παθητ. με γεν. πιάνομαι, κρατούμαι από, επιλαμβάνομαι τινός, προσβάλλω, επιτίθεμαι, καταλαμβάνω, συλλαμβάνω, δράττομαι, πιάνω, επιχειρώ, εγγίζω, διακόπτω, αντιλέγω [Π.Χ. Δορμπαράκη, Επίτομον λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, Εκδόσεις Εστία, 2003].

Βλέπουμε ότι μία από τις ερμηνείες τη λέξεως είναι και το ρήμα διακόπτω. Είναι πολύ λογικό οι Αθηναίοι να διέκοψαν τον Παύλο την ώρα που μιλούσε και να τον ρωτήσανε περισσότερα για τις θεωρίες του, παρά να τον συλλάβανε και να τον σύρανε στον Άρειο Πάγο. Απλώς ο συγγραφέας των Πράξεων, ήθελε να προσδώσει κύρος και αυθεντικότητα στο λόγο του Παύλου, ώστε να δικαιολογήσει παρακάτω τη θριαμβευτική κατάληξη του προσηλυτισμού του Διονύσιου (“Αρεοπαγίτη”) και της Δάμαρις στο χριστιανισμό.

Αποκαλεί τους Αθηναίους “δεισιδαιμονεστέρους” [17.22], δηλαδή μεταξύ των άλλων και “πλήρεις φανατισμού” [Π.Χ. Δορμπαράκη ο.π.] τη στιγμή που ένα χωρίο παρακάτω μιλάει για τον “Άγνωστο θεό”. Οξύμωρο ακούγεται, πως είναι δυνατόν θρησκευτικώς αδιάλλακτοι και πωρωμένοι άνθρωποι να αφήνουνε χώρο για έναν “άγνωστο θεό”. Άλλη μία από τις ασυναρτησίες του συγγραφέα των Πράξεων.

Βεβαίως και αυτός ο υποτιθέμενος βωμός στον “Άγνωστο θεό” ουδέποτε υπήρξε. Ο Παυσανίας [Α 1.4] αναφέρει ότι στη Μουνιχία (το σημερινό Μικρολίμανο) υπάρχουνε βωμοί αφιερωμένοι στους άγνωστους θεούς (βωμοί δε θεών τε ονομαζομένων Αγνώστων). Είναι λογικό να υπήρχανε αυτοί οι βωμοί για τους αλλοδαπούς ναυτικούς που καταφθάνανε κάθε μέρα στο λιμάνι της Μουνιχίας. Όταν δεν υπήρχε ναός να λατρέψουνε τους θεούς τους οι (“δεισιδαίμονες” κατά τα άλλα) Αθηναίοι τους παραπέμπανε στους βωμούς των αγνώστων θεών.

Και συνεχίζει ο συγγραφέας των Πράξεων τα φληναφήματά του λέγοντας ότι ο θεός αυτός έφτιαξε τους τόπους και τους χρόνους για να μπορούνε οι άνθρωποι να τον ψηλαφήσουνε(!!) και να τον βρούνε γιατί βρισκόμαστε όλοι μέσα του, όπως είπανε και στο παρελθόν κάποιοι από τους ποιητές των Ελλήνων. Και ότι το θείο δεν είναι όμοιο με τα χαράγματα πάνω σε αργυρό και χρυσό.

Κατ' αρχάς ποιοί ποιητές τα είπανε αυτά; Ποιά τα ονόματά τους; Τα έργα τους; Γιατί δε δίνει παραπομπές ο άγνωστος συγγραφέας των Πράξεων; Και κατά δεύτερον αυτό το ψηλαφήσουνε τί ακριβώς σημαίνει; Μόνο τον γέλώτα μπορεί να προκαλέσει. Είναι δυνατόν ποτέ οι Έλληνες του Λόγου και της Παρατήρησης να πιστέψανε ακρίτως αυτά τα λόγια; Είναι δυνατόν ποτέ οι Έλληνες να νομίζανε ότι η τέχνη από αργυρό ή χρυσό είναι οι θεοί οι ίδιοι;

Ο Παύλος εδώ ενεργεί ως στρεψοδίκης (κάνει το άσπρο μαύρο) και κάνει έναν πολύ πονηρό ελιγμό. Επιμετράει πρώτα στους Έλληνες ψευδές πεποιθήσεις και ιδέες, που ποτέ δεν υφίσταντο, και μετά προτείνει τρόπους αναθεώρησης αυτών των ιδεών! Και όχι μόνο αυτό αλλά τους συγχωρεί και τους προτείνει κι όλας να μετανοήσουνε!! [17.30]. Δηλαδή, δεν πειράζει που τα κάνατε αυτά, αφού είχατε άγνοια, αλλά τώρα που σας είπα εγώ το σωστό μετανοήστε και ακολουθήστε με. Ενοχοποιεί δηλαδή δολίως το υποψήφιο θύμα του για να του αποσπάσει ευπείθια και μωροπιστία.

Και αφού τελείωσε το λόγο του “εξήλθεν εκ μέσου αυτών” [17.33] που σημαίνει ότι ούτε πάνω στον Άρειο Πάγο ήτανε αλλά ούτε μπροστά σε δικαστήριο μιλούσε. Αν ήτανε πάνω στον Άρειο Πάγο θα έπρεπε να πει ο συγγραφέας ότι ο Παύλος κατέβηκε από αυτόν. Αν μιλούσε μπροστά σε δικαστικό σώμα γιατί να βγει "εκ μέσου αυτών"; Στο δικαστικό σώμα δεν είσαι στο μέσον των δικαστών αλλά εμπρός τους. Και τελειώνει ο συγγραφέας των Πράξεων λέγοντας ότι κάποιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης και κάποια Δάμαρις “κολληθέντες αυτώ επίστευσαν”.

Βεβαίως το να πιστέψει κάποιος Αρεοπαγίτης με τη μία τον απόστολο Παύλο ακούγεται αρκετά παράτυπο και αντιφατικό. Οι Αρεοπαγίτες ήτανε Αθηναίοι πολίτες οι οποίοι είχανε εκλεγεί σε ένα από τα αξιώματα των Εννέα Αρχόντων. Η προσφώνησή μέλους του Αρείου Πάγου ποτέ δεν ήτανε “Αρεοπαγίτης” γιατί το να είσαι μέλος του Αρείου Πάγου δεν ήτανε αξίωμα αλλά καθήκον. Αν ποτέ τύχαινε να προσφωνούνε κάποιον Αθηναίο πολίτη με τιμητική διάκριση αυτή θα ήτανε “Άρχων” και όχι “Αρεοπαγίτης”.

Ο Αριστοφάνης στην κωμωδία “Σφήκες” παρουσιάζει έναν δικομανή που δικάζει κύνες, αλέκτορες, γαϊδάρους και γάτες, αποκαλώντας τον "μεγάλο και σπουδαίο Ηλιαστή", πράγμα που σημαίνει ότι οι Αθηναίοι συνήθιζαν να δίνουνε τέτοιου είδους παρατσούκλια σε γραφικούς. Γιατί να μην ήτανε και ο Διονύσιος ένας τέτοιος; Πιο λογικό φαίνεται αυτό παρά το ότι ένας μορφωμένος και οξυδερκής Αρεοπαγίτης πραγματικώς προσηλυτίστηκε από το λόγο του Παύλου.

Όσο για τη Δάμαρις, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι αυτό το όνομα δεν είναι ελληνικό, παρά εξηλληνισμένος τύπος του ιουδαϊκού ονόματος “Θαμάρ”, που σημαίνει ότι δεν ήτανε Ελληνίδα αλλά κάποια Ιουδαία μέτοικος στην Αθήνα.

“Κολλήθηκαν” (δηλαδή συνδέθηκαν στενώς) λοιπόν ο Διονύσιος και η Δάμαρις με τον Παύλο και αργότερα, όταν ο χριστιανισμός άρχισε να κερδίζει έδαφος, οι μετέπειτα συγγραφείς της Καινής Διαθήκης οβελίσανε διάφορα κομμάτια παραβλέποντας τις αντιφάσεις και τις ασυναρτησίας που αυτά προκαλούνε. Έτσι εξηγείται και η δήθεν ομιλία του Παύλου στον 'Αρειο Πάγο.

Βιβλιογραφία

Οι περισσότερες πληροφορίες πάρθηκαν από το βιβλίο του Μάριου Βερέττα “Η ύποπτη “επίσκεψη” του Απόστολου Παύλου στην Αθήνα”
Παυσανίας – Ελλάδος περιήγησης – Αττικά
Απολλόδωρος – Βιβλιοθήκη
Μ.Β. Σακελλάριος - “Η Αθηναϊκή δημοκρατία”

Saturday 5 May 2007

Η ΑΠΟΚΡΙΣΗ

Σήμερα απλώς θα ανεβάσω ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά, με τίτλο "Η απόκριση"

Η ΑΠΟΚΡΙΣΗ

Αμαδρυάδες, πάρτε με κι ακούστε με, Αιγιπάνες,
γάμου κρεββάτια στρώθηκαν, σπαράζει η λαγκαδιά,
να τ’ Ανθεστήρια! κελαϊδούν οι δελφικοί παιάνες,
πλέκονται λάγνα ειδύλλια σε δάση αρκαδικά.
Η μέθη η διονύσια ξεσπάει, λυσσάει, και λάμπει
ως που είν’ η πλάση, και από που; Δεν ξέρω αν είμ’ εγώ,
ο μέγας Παν εχώρεσε στην αγκαλιά μου, ω θάμπη!
Με των στοιχείων την άγρια, την άγια ζήση ζω.
Το δώρο των υπέρκαλων γαλήνιων οραμάτων,
ω Χρυσομίτρα, μου έφεραν οι τρεις θεές κ’ οι εννιά
στα μέτωπα και στ’ άχραντα κορμιά των αγαλμάτων
την αφρογένεια χόρτασα των όλων Ομορφιά.
Ακούω τ’ αηδόνια, αντιλαλούν τ’ αηδόνια οι Σοφοκλήδες,
Αισχύλειοι, ωκεάνειοι, ω γόοι προφητικοί!
Σε μια ματιά ολοπράσινες αγνάντια μου Ατλαντίδες
γεννιούνται από την άβυσσο και χάνονται σ’ αυτή.
Θαλασσομάχοι Φοίνικες με φέρανε από πέρα,
ο χαροκόπος είμ’ εγώ κι ο κοσμογυριστής
τέχνες, μιλήματα, είδωλα ξαφνίζουν τον αέρα.
Νυφάδες, αγκαλιάστε με, Σάτυροι, ακούστ’ εσείς.
Και Σάτυροι και Κένταυροι, νυφάδες Αμαδρυάδες,
κ’ οι Ελλάδες οι χρυσόλαλες μου είπαν με μια φωνή,
μέσ’ από χώρες και βουνά, δάση, κορφές, πεδιάδες:
«Για σε το αθάνατο κρασί δεν είναι, ω μεθυστή!»
Και η Ταναγραία η λυγερή και η φοβερή Κασσάντρα,
Μαινάδες κισσοστέφανες, Ολύμπιοι θεοί,
απ’ τη σπηλιά της Καλυψώς ως τη σοφή Αλεξάντρα,
οι Ελλάδες οι μουσόθρεπτες μου είπαν με μια φωνή:
«Σώπα, χλωμέ καλόγερε, λάλε και χαύνε, σώπα,
στο μοναστήρι γύρισε και κλείσου στο κελλί!»
Και των Πινδάρων οι ήρωες κ’ οι θέαινες του Σκόπα
γελούνε, και το γέλιο τους βροντόκραχτα αντηχεί.